Translation meaning & definition of the word "receptive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιληπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Receptive
[Αντιδραστικόσ]/rɪsɛptɪv/
adjective
1. Open to arguments, ideas, or change
- "Receptive to reason and the logic of facts"
- synonym:
- receptive
1. Ανοιχτό σε επιχειρήματα, ιδέες ή αλλαγές
- "Αντίληψη για τη λογική και τη λογική των γεγονότων"
- συνώνυμο:
- δεκτικός
2. Ready or willing to receive favorably
- "Receptive to the proposals"
- synonym:
- receptive ,
- open
2. Έτοιμη ή πρόθυμη να λάβει ευνοϊκά
- "Ανταπόκριση στις προτάσεις"
- συνώνυμο:
- δεκτικός ,
- ανοιχτός
3. Of a nerve fiber or impulse originating outside and passing toward the central nervous system
- "Sensory neurons"
- synonym:
- centripetal ,
- receptive ,
- sensory(a)
3. Από μια νευρική ίνα ή παρόρμηση που προέρχεται από έξω και περνά προς το κεντρικό νευρικό σύστημα
- "Αισθητηριακοί νευρώνες"
- συνώνυμο:
- κεντρομόλοσ ,
- δεκτικός ,
- αισθητηριακή(
4. Able to absorb liquid (not repellent)
- "The paper is ink-receptive"
- synonym:
- receptive
4. Ικανός να απορροφήσει το υγρό ( όχι απωθητικό)
- "Το χαρτί είναι αντιληπτό με μελάνι"
- συνώνυμο:
- δεκτικός