Translation meaning & definition of the word "receptionist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ρεσιονιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Receptionist
[Ρεσεψιονίστ]/rɪsɛpʃənɪst/
noun
1. A secretary whose main duty is to answer the telephone and receive visitors
- synonym:
- receptionist
1. Γραμματέας του οποίου το κύριο καθήκον είναι να απαντήσει στο τηλέφωνο και να λάβει επισκέπτες
- συνώνυμο:
- ρεσεψιονίστ