Translation meaning & definition of the word "receivership" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραχώρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Receivership
[Αποδοχή]/rɪsivərʃɪp/
noun
1. The state of property that is in the hands of a receiver
- "The business is in receivership"
- synonym:
- receivership
1. Η κατάσταση της ιδιοκτησίας που βρίσκεται στα χέρια ενός δέκτη
- "Η επιχείρηση είναι σε αποδοχή"
- συνώνυμο:
- αποδοχή
2. A court action that places property under the control of a receiver during litigation so that it can be preserved for the benefit of all
- synonym:
- receivership
2. Δικαστική ενέργεια που θέτει την ιδιοκτησία υπό τον έλεγχο ενός παραλήπτη κατά τη διάρκεια της δίκης, ώστε να μπορεί να διατηρηθεί
- συνώνυμο:
- αποδοχή
3. The office of a receiver
- synonym:
- receivership
3. Το γραφείο ενός δέκτη
- συνώνυμο:
- αποδοχή