Translation meaning & definition of the word "recede" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρωτοφανής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Recede
[Υποχωρώ]/rɪsid/
verb
1. Pull back or move away or backward
- "The enemy withdrew"
- "The limo pulled away from the curb"
- synonym:
- withdraw ,
- retreat ,
- pull away ,
- draw back ,
- recede ,
- pull back ,
- retire ,
- move back
1. Τραβήξτε πίσω ή απομακρυνθείτε ή προς τα πίσω
- "Ο εχθρός αποσύρθηκε"
- "Η λιμουζίνα τράβηξε μακριά από το πεζοδρόμιο"
- συνώνυμο:
- αποσύρω ,
- υποχώρηση ,
- απομακρύνομαι ,
- παίρνω πίσω ,
- υποχωρώ ,
- τραβώ πίσω ,
- συνταξιοδοτώ ,
- επιστρέφω
2. Retreat
- synonym:
- fall back ,
- lose ,
- drop off ,
- fall behind ,
- recede
2. Υποχώρηση
- συνώνυμο:
- πέφτω πίσω ,
- χάνω ,
- πέφτω ,
- υποχωρώ
3. Become faint or more distant
- "The unhappy memories of her childhood receded as she grew older"
- synonym:
- recede
3. Γίνετε αμυδρές ή πιο απομακρυσμένες
- "Οι δυστυχισμένες αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας υποχώρησαν καθώς μεγάλωνε"
- συνώνυμο:
- υποχωρώ