Translation meaning & definition of the word "recall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανάκληση" στην ελληνική γλώσσα
Recall
[Ανάκληση]noun
1. A request by the manufacturer of a defective product to return the product (as for replacement or repair)
- synonym:
- recall ,
- callback
1. Αίτημα του κατασκευαστή ελαττωματικού προϊόντος για επιστροφή του προϊόντος (α για αντικατάσταση ή επισκευή)
- συνώνυμο:
- ανάκληση ,
- ανταπόκριση
2. A call to return
- "The recall of our ambassador"
- synonym:
- recall
2. Μια κλήση για επιστροφή
- "Η ανάκληση του πρεσβευτή μας"
- συνώνυμο:
- ανάκληση
3. A bugle call that signals troops to return
- synonym:
- recall
3. Μια κλήση σφαλμάτων που σηματοδοτεί τα στρατεύματα να επιστρέψουν
- συνώνυμο:
- ανάκληση
4. The process of remembering (especially the process of recovering information by mental effort)
- "He has total recall of the episode"
- synonym:
- recall ,
- recollection ,
- reminiscence
4. Η διαδικασία της ανάμνησης (ειδικά η διαδικασία ανάκτησης πληροφοριών με πνευματική προσπάθεια)
- "Έχει πλήρη ανάμνηση του επεισοδίου"
- συνώνυμο:
- ανάκληση ,
- ανάμνηση
5. The act of removing an official by petition
- synonym:
- recall
5. Η πράξη απομάκρυνσης ενός υπαλλήλου με αναφορά
- συνώνυμο:
- ανάκληση
verb
1. Recall knowledge from memory
- Have a recollection
- "I can't remember saying any such thing"
- "I can't think what her last name was"
- "Can you remember her phone number?"
- "Do you remember that he once loved you?"
- "Call up memories"
- synonym:
- remember ,
- retrieve ,
- recall ,
- call back ,
- call up ,
- recollect ,
- think
1. Ανάκληση γνώσης από τη μνήμη
- Έχω μια ανάμνηση
- "Δεν θυμάμαι να λέω κάτι τέτοιο"
- "Δεν μπορώ να σκεφτώ ποιο ήταν το επώνυμό της"
- "Μπορείτε να θυμηθείτε τον αριθμό τηλεφώνου της?"
- "Θυμάσαι ότι κάποτε σε αγαπούσε?"
- "Καλέστε αναμνήσεις"
- συνώνυμο:
- θυμηθείτε ,
- ανακτώ ,
- ανάκληση ,
- καλώ πίσω ,
- καλώ ,
- αναμνώ ,
- σκέφτομαι
2. Go back to something earlier
- "This harks back to a previous remark of his"
- synonym:
- hark back ,
- return ,
- come back ,
- recall
2. Επιστρέψτε σε κάτι νωρίτερα
- "Αυτό επιστρέφει σε μια προηγούμενη παρατήρηση του"
- συνώνυμο:
- επιστρέφω ,
- επιστροφή ,
- ανάκληση
3. Call to mind
- "His words echoed john f. kennedy"
- synonym:
- echo ,
- recall
3. Παρακαλώ
- "Τα λόγια του αντηχούσαν τον τζον φ. κένεντι"
- συνώνυμο:
- ηχώ ,
- ανάκληση
4. Summon to return
- "The ambassador was recalled to his country"
- "The company called back many of the workers it had laid off during the recession"
- synonym:
- recall ,
- call back
4. Καλώ να επιστρέψω
- "Ο πρέσβης ανακλήθηκε στη χώρα του"
- "Η εταιρεία κάλεσε πίσω πολλούς από τους εργαζόμενους που είχε απολύσει κατά τη διάρκεια της ύφεσης"
- συνώνυμο:
- ανάκληση ,
- καλώ πίσω
5. Cause one's (or someone else's) thoughts or attention to return from a reverie or digression
- "She was recalled by a loud laugh"
- synonym:
- recall
5. Προκαλέστε το ( ή την προσοχή κάποιου άλλου να επιστρέψει από μια αντανάκλαση ή επίθεση
- "Ανακλήθηκε από ένα δυνατό γέλιο"
- συνώνυμο:
- ανάκληση
6. Make unavailable
- Bar from sale or distribution
- "The company recalled the product when it was found to be faulty"
- synonym:
- recall
6. Δεν κάνω διαθέσιμο
- Μπαρ από την πώληση ή τη διανομή
- "Η εταιρεία ανακάλεσε το προϊόν όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν ελαττωματικό"
- συνώνυμο:
- ανάκληση
7. Cause to be returned
- "Recall the defective auto tires"
- "The manufacturer tried to call back the spoilt yoghurt"
- synonym:
- recall ,
- call in ,
- call back ,
- withdraw
7. Αιτία να επιστραφεί
- "Ανακαλέστε τα ελαττωματικά ελαστικά αυτοκινήτου"
- "Ο κατασκευαστής προσπάθησε να καλέσει πίσω το χαλασμένο γιαούρτι"
- συνώνυμο:
- ανάκληση ,
- καλώ ,
- καλώ πίσω ,
- αποσύρω