Translation meaning & definition of the word "rebuttal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αντίκρουση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rebuttal
[Αντανακλαστικόσ]/rɪbətəl/
noun
1. The speech act of refuting by offering a contrary contention or argument
- synonym:
- rebuttal
1. Η πράξη ομιλίας της αντικρούοντας προσφέροντας μια αντίθετη διαμάχη ή επιχείρημα
- συνώνυμο:
- ανταποδοτικό
2. (law) a pleading by the defendant in reply to a plaintiff's surrejoinder
- synonym:
- rebutter ,
- rebuttal
2. (ναβ) υπαινιγμός από τον κατηγορούμενο σε απάντηση στον υπερασπιστή ενός ενάγοντος
- συνώνυμο:
- αντανακλά ,
- ανταποδοτικό
Examples of using
The defense lawyer was confident that he would be able to answer the prosecutor's arguments in his rebuttal.
Ο δικηγόρος υπεράσπισης ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε να απαντήσει στα επιχειρήματα του εισαγγελέα στην αντίδρασή του.
The defense lawyer was confident that he would be able to answer the prosecutor's arguments in his rebuttal.
Ο δικηγόρος υπεράσπισης ήταν βέβαιος ότι θα μπορούσε να απαντήσει στα επιχειρήματα του εισαγγελέα στην αντίδρασή του.