Translation meaning & definition of the word "rebuke" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακεφαλαίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rebuke
[Ξαναμπούν]/ribjuk/
noun
1. An act or expression of criticism and censure
- "He had to take the rebuke with a smile on his face"
- synonym:
- rebuke ,
- reproof ,
- reproval ,
- reprehension ,
- reprimand
1. Πράξη ή έκφραση κριτικής και μομφής
- "Έπρεπε να πάρει την επίπληξη με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- επιπλήξει ,
- επαναπροβολή ,
- επανόρθωση ,
- καταδίκη ,
- επίπληξη
verb
1. Censure severely or angrily
- "The mother scolded the child for entering a stranger's car"
- "The deputy ragged the prime minister"
- "The customer dressed down the waiter for bringing cold soup"
- synonym:
- call on the carpet ,
- take to task ,
- rebuke ,
- rag ,
- trounce ,
- reproof ,
- lecture ,
- reprimand ,
- jaw ,
- dress down ,
- call down ,
- scold ,
- chide ,
- berate ,
- bawl out ,
- remonstrate ,
- chew out ,
- chew up ,
- have words ,
- lambaste ,
- lambast
1. Να λογοκρίνετε σοβαρά ή θυμωμένα
- "Η μητέρα επέπληξε το παιδί για την είσοδο στο αυτοκίνητο ενός ξένου"
- "Ο αντιπρόεδρος τάραξε τον πρωθυπουργό"
- "Ο πελάτης ντύθηκε κάτω από το σερβιτόρο για να φέρει κρύα σούπα"
- συνώνυμο:
- καλέστε το χαλί ,
- παίρνω την εργασία ,
- επιπλήξει ,
- πανουργία ,
- προβληματίζω ,
- επαναπροβολή ,
- διάλεξη ,
- επίπληξη ,
- σαγόνι ,
- φοράω ,
- καλώ ,
- επιπλήττω ,
- αλυσοδέτησ ,
- αποτεφρώ ,
- αποφεύγω ,
- επαναστατώ ,
- μασάω ,
- έχω λέξεις ,
- αρνίσιο ,
- λαμπάστ