Translation meaning & definition of the word "rebirth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγέννηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rebirth
[Αναγέννηση]/ribərθ/
noun
1. After death the soul begins a new cycle of existence in another human body
- synonym:
- metempsychosis ,
- rebirth
1. Μετά το θάνατο η ψυχή αρχίζει έναν νέο κύκλο ύπαρξης σε ένα άλλο ανθρώπινο σώμα
- συνώνυμο:
- μετεμψύχωση ,
- αναγέννηση
2. A second or new birth
- synonym:
- reincarnation ,
- rebirth ,
- renascence
2. Μια δεύτερη ή νέα γέννηση
- συνώνυμο:
- μετενσάρκωση ,
- αναγέννηση
3. The revival of learning and culture
- synonym:
- rebirth ,
- Renaissance ,
- Renascence
3. Η αναβίωση της μάθησης και του πολιτισμού
- συνώνυμο:
- αναγέννηση
4. A spiritual enlightenment causing a person to lead a new life
- synonym:
- conversion ,
- rebirth ,
- spiritual rebirth
4. Μια πνευματική διαφώτιση που προκαλεί ένα άτομο να ζήσει μια νέα ζωή
- συνώνυμο:
- μετατροπή ,
- αναγέννηση ,
- πνευματική αναγέννηση