Translation meaning & definition of the word "rebellious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επαναστατικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rebellious
[Επαναστατικόσ]/rɪbɛljəs/
adjective
1. Resisting control or authority
- "Temperamentally rebellious"
- "A rebellious crew"
- synonym:
- rebellious
1. Αντίσταση στον έλεγχο ή την εξουσία
- "Απερίφραστα επαναστατικό"
- "Ένα επαναστατικό πλήρωμα"
- συνώνυμο:
- επαναστατικός
2. Discontented as toward authority
- synonym:
- disaffected ,
- ill-affected ,
- malcontent ,
- rebellious
2. Δυσαρεστημένος ως προς την εξουσία
- συνώνυμο:
- δυσαρεστημένος ,
- ανεπηρέαστοσ ,
- δυσφορία ,
- επαναστατικός
3. Participating in organized resistance to a constituted government
- "The rebelling confederacy"
- synonym:
- rebellious
3. Συμμετοχή σε οργανωμένη αντίσταση σε μια συσταθείσα κυβέρνηση
- "Η επαναστατική συνομοσπονδία"
- συνώνυμο:
- επαναστατικός
Examples of using
Tom is a rebellious boy.
Ο Τομ είναι ένα επαναστατικό αγόρι.