Translation meaning & definition of the word "reassure" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραβίαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reassure
[Επαναβεβαιώνω]/riəʃʊr/
verb
1. Cause to feel sure
- Give reassurance to
- "The airline tried to reassure the customers that the planes were safe"
- synonym:
- reassure ,
- assure
1. Επειδή νιώθεις σίγουρος
- Εξασφαλίζω
- "Η αεροπορική εταιρεία προσπάθησε να καθησυχάσει τους πελάτες ότι τα αεροπλάνα ήταν ασφαλή"
- συνώνυμο:
- καθησυχάζω ,
- βεβαιώ
2. Give or restore confidence in
- Cause to feel sure or certain
- "I reassured him that we were safe"
- synonym:
- reassure
2. Δώστε ή αποκαταστήστε την εμπιστοσύνη στο
- Αιτία να αισθάνεστε σίγουροι ή σίγουροι
- "Τον διαβεβαίωσα ότι ήμασταν ασφαλείς"
- συνώνυμο:
- καθησυχάζω