Translation meaning & definition of the word "reason" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λόγος" στην ελληνική γλώσσα
Reason
[Λόγος]noun
1. A rational motive for a belief or action
- "The reason that war was declared"
- "The grounds for their declaration"
- synonym:
- reason ,
- ground
1. Ένα λογικό κίνητρο για μια πίστη ή μια δράση
- "Ο λόγος που κηρύχθηκε ο πόλεμος"
- "Οι λόγοι για τη δήλωσή τους"
- συνώνυμο:
- λόγος ,
- έδαφος
2. An explanation of the cause of some phenomenon
- "The reason a steady state was never reached was that the back pressure built up too slowly"
- synonym:
- reason
2. Εξήγηση της αιτίας κάποιου φαινομένου
- "Ο λόγος που δεν επιτεύχθηκε ποτέ μια σταθερή κατάσταση ήταν ότι η πίσω πίεση δημιουργήθηκε πολύ αργά"
- συνώνυμο:
- λόγος
3. The capacity for rational thought or inference or discrimination
- "We are told that man is endowed with reason and capable of distinguishing good from evil"
- synonym:
- reason ,
- understanding ,
- intellect
3. Η ικανότητα για ορθολογική σκέψη ή συμπέρασμα ή διάκριση
- "Μας λένε ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογική και ικανός να διακρίνει το καλό από το κακό"
- συνώνυμο:
- λόγος ,
- κατανόηση ,
- διάνοια
4. The state of having good sense and sound judgment
- "His rationality may have been impaired"
- "He had to rely less on reason than on rousing their emotions"
- synonym:
- rationality ,
- reason ,
- reasonableness
4. Η κατάσταση της καλής λογικής και της ορθής κρίσης
- "Ο ορθολογισμός του μπορεί να έχει επηρεαστεί"
- "Έπρεπε να βασίζεται λιγότερο στη λογική παρά στο να προκαλεί τα συναισθήματά τους"
- συνώνυμο:
- ορθολογισμόσ ,
- λόγος ,
- λογικότητα
5. A justification for something existing or happening
- "He had no cause to complain"
- "They had good reason to rejoice"
- synonym:
- cause ,
- reason ,
- grounds
5. Αιτιολόγηση για κάτι που υπάρχει ή συμβαίνει
- "Δεν είχε λόγο να παραπονιέται"
- "Είχαν καλό λόγο να χαίρονται"
- συνώνυμο:
- αιτία ,
- λόγος ,
- λόγοι
6. A fact that logically justifies some premise or conclusion
- "There is reason to believe he is lying"
- synonym:
- reason
6. Ένα γεγονός που λογικά δικαιολογεί κάποια προϋπόθεση ή συμπέρασμα
- "Υπάρχει λόγος να πιστεύεις ότι λέει ψέματα"
- συνώνυμο:
- λόγος
verb
1. Decide by reasoning
- Draw or come to a conclusion
- "We reasoned that it was cheaper to rent than to buy a house"
- synonym:
- reason ,
- reason out ,
- conclude
1. Αποφασίζει με συλλογιστική
- Βγάλτε ή καταλήξτε σε συμπέρασμα
- "Συλλάβαμε ότι ήταν φθηνότερο να νοικιάσετε παρά να αγοράσετε ένα σπίτι"
- συνώνυμο:
- λόγος ,
- λαμβάνω υπόψη ,
- συμπεραίνω
2. Present reasons and arguments
- synonym:
- argue ,
- reason
2. Παρουσιάζονται λόγοι και επιχειρήματα
- συνώνυμο:
- υποστηρίζω ,
- λόγος
3. Think logically
- "The children must learn to reason"
- synonym:
- reason
3. Σκεφτείτε λογικά
- "Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να λογικεύουν"
- συνώνυμο:
- λόγος