Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "reason" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λόγος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Reason

[Λόγος]
/rizən/

noun

1. A rational motive for a belief or action

  • "The reason that war was declared"
  • "The grounds for their declaration"
    synonym:
  • reason
  • ,
  • ground

1. Ένα λογικό κίνητρο για μια πίστη ή μια δράση

  • "Ο λόγος που κηρύχθηκε ο πόλεμος"
  • "Οι λόγοι για τη δήλωσή τους"
    συνώνυμο:
  • λόγος
  • ,
  • έδαφος

2. An explanation of the cause of some phenomenon

  • "The reason a steady state was never reached was that the back pressure built up too slowly"
    synonym:
  • reason

2. Εξήγηση της αιτίας κάποιου φαινομένου

  • "Ο λόγος που δεν επιτεύχθηκε ποτέ μια σταθερή κατάσταση ήταν ότι η πίσω πίεση δημιουργήθηκε πολύ αργά"
    συνώνυμο:
  • λόγος

3. The capacity for rational thought or inference or discrimination

  • "We are told that man is endowed with reason and capable of distinguishing good from evil"
    synonym:
  • reason
  • ,
  • understanding
  • ,
  • intellect

3. Η ικανότητα για ορθολογική σκέψη ή συμπέρασμα ή διάκριση

  • "Μας λένε ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογική και ικανός να διακρίνει το καλό από το κακό"
    συνώνυμο:
  • λόγος
  • ,
  • κατανόηση
  • ,
  • διάνοια

4. The state of having good sense and sound judgment

  • "His rationality may have been impaired"
  • "He had to rely less on reason than on rousing their emotions"
    synonym:
  • rationality
  • ,
  • reason
  • ,
  • reasonableness

4. Η κατάσταση της καλής λογικής και της ορθής κρίσης

  • "Ο ορθολογισμός του μπορεί να έχει επηρεαστεί"
  • "Έπρεπε να βασίζεται λιγότερο στη λογική παρά στο να προκαλεί τα συναισθήματά τους"
    συνώνυμο:
  • ορθολογισμόσ
  • ,
  • λόγος
  • ,
  • λογικότητα

5. A justification for something existing or happening

  • "He had no cause to complain"
  • "They had good reason to rejoice"
    synonym:
  • cause
  • ,
  • reason
  • ,
  • grounds

5. Αιτιολόγηση για κάτι που υπάρχει ή συμβαίνει

  • "Δεν είχε λόγο να παραπονιέται"
  • "Είχαν καλό λόγο να χαίρονται"
    συνώνυμο:
  • αιτία
  • ,
  • λόγος
  • ,
  • λόγοι

6. A fact that logically justifies some premise or conclusion

  • "There is reason to believe he is lying"
    synonym:
  • reason

6. Ένα γεγονός που λογικά δικαιολογεί κάποια προϋπόθεση ή συμπέρασμα

  • "Υπάρχει λόγος να πιστεύεις ότι λέει ψέματα"
    συνώνυμο:
  • λόγος

verb

1. Decide by reasoning

  • Draw or come to a conclusion
  • "We reasoned that it was cheaper to rent than to buy a house"
    synonym:
  • reason
  • ,
  • reason out
  • ,
  • conclude

1. Αποφασίζει με συλλογιστική

  • Βγάλτε ή καταλήξτε σε συμπέρασμα
  • "Συλλάβαμε ότι ήταν φθηνότερο να νοικιάσετε παρά να αγοράσετε ένα σπίτι"
    συνώνυμο:
  • λόγος
  • ,
  • λαμβάνω υπόψη
  • ,
  • συμπεραίνω

2. Present reasons and arguments

    synonym:
  • argue
  • ,
  • reason

2. Παρουσιάζονται λόγοι και επιχειρήματα

    συνώνυμο:
  • υποστηρίζω
  • ,
  • λόγος

3. Think logically

  • "The children must learn to reason"
    synonym:
  • reason

3. Σκεφτείτε λογικά

  • "Τα παιδιά πρέπει να μάθουν να λογικεύουν"
    συνώνυμο:
  • λόγος

Examples of using

After thoroughly examining Mary, the doctor could find no physical reason for her condition, and concluded that the cause was psychosomatic.
Αφού εξέτασε διεξοδικά τη Μαρία, ο γιατρός δεν μπόρεσε να βρει κανένα φυσικό λόγο για την κατάστασή της και κατέληξε στο συμπέρασμα.
I can't figure out the reason why Tom did it.
Δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο για τον οποίο το έκανε ο Τομ.
I have reason to think that we'll never see Tom again.
Έχω λόγο να πιστεύω ότι δεν θα ξαναδούμε τον Τομ.