Translation meaning & definition of the word "rear" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίσω" στην ελληνική γλώσσα
Rear
[Πίσω]noun
1. The back of a military formation or procession
- "Infantrymen were in the rear"
- synonym:
- rear
1. Το πίσω μέρος ενός στρατιωτικού σχηματισμού ή πομπής
- "Οι βρέφη ήταν στο πίσω μέρος"
- συνώνυμο:
- πίσω
2. The side of an object that is opposite its front
- "His room was toward the rear of the hotel"
- synonym:
- rear ,
- backside ,
- back end
2. Η πλευρά ενός αντικειμένου που είναι απέναντι από το μέτωπό του
- "Το δωμάτιό του ήταν προς το πίσω μέρος του ξενοδοχείου"
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- πίσω μέρος
3. The part of something that is furthest from the normal viewer
- "He stood at the back of the stage"
- "It was hidden in the rear of the store"
- synonym:
- back ,
- rear
3. Το μέρος ενός πράγματος που είναι πιο απομακρυσμένο από τον κανονικό θεατή
- "Στάθηκε στο πίσω μέρος της σκηνής"
- "Ήταν κρυμμένο στο πίσω μέρος του καταστήματος"
- συνώνυμο:
- πίσω
4. The fleshy part of the human body that you sit on
- "He deserves a good kick in the butt"
- "Are you going to sit on your fanny and do nothing?"
- synonym:
- buttocks ,
- nates ,
- arse ,
- butt ,
- backside ,
- bum ,
- buns ,
- can ,
- fundament ,
- hindquarters ,
- hind end ,
- keister ,
- posterior ,
- prat ,
- rear ,
- rear end ,
- rump ,
- stern ,
- seat ,
- tail ,
- tail end ,
- tooshie ,
- tush ,
- bottom ,
- behind ,
- derriere ,
- fanny ,
- ass
4. Το σαρκώδες μέρος του ανθρώπινου σώματος που κάθεστε
- "Αξίζει ένα καλό λάκτισμα στο άκρο"
- "Πρόκειται να καθίσετε στη φανή σας και να μην κάνετε τίποτα?"
- συνώνυμο:
- γλουτοί ,
- νάτεσ ,
- άρεσ ,
- πισινός ,
- πίσω ,
- ανατροπή ,
- ψωμάκια ,
- μπορώ ,
- βασικόσ ,
- οπίσθια ,
- πίσω μέρος ,
- κέιστρο ,
- οπισθοχώρων ,
- πρατ ,
- πίσω άκρο ,
- παλιοβολώ ,
- στερν ,
- κάθισμα ,
- ουρά ,
- τελείωμα ,
- τουσί ,
- τουαλέτα ,
- κάτω ,
- ντέρι ,
- φάντα ,
- κώλοσ
5. The side that goes last or is not normally seen
- "He wrote the date on the back of the photograph"
- synonym:
- rear ,
- back
5. Η πλευρά που διαρκεί ή δεν φαίνεται συνήθως
- "Έγραψε την ημερομηνία στο πίσω μέρος της φωτογραφίας"
- συνώνυμο:
- πίσω
verb
1. Stand up on the hind legs, of quadrupeds
- "The horse reared in terror"
- synonym:
- rear ,
- rise up
1. Σηκωθείτε στα πίσω πόδια, των τετραπλών
- "Το άλογο εκτρέφεται με τρόμο"
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- ανεβαίνω
2. Bring up
- "Raise a family"
- "Bring up children"
- synonym:
- rear ,
- raise ,
- bring up ,
- nurture ,
- parent
2. Αναφέρομαι
- "Αναπτύξτε μια οικογένεια"
- "Φέρνουν παιδιά"
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- αυξάνω ,
- αναφέρομαι ,
- ανατροφή ,
- γονέας
3. Rise up
- "The building rose before them"
- synonym:
- rise ,
- lift ,
- rear
3. Ανεβαίνω
- "Το κτίριο ανέβηκε μπροστά τους"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- ανυψωτήρας ,
- πίσω
4. Cause to rise up
- synonym:
- rear ,
- erect
4. Αιτία να αναστηθεί
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- όρθιος
5. Construct, build, or erect
- "Raise a barn"
- synonym:
- raise ,
- erect ,
- rear ,
- set up ,
- put up
5. Κατασκευάστε, κατασκευάστε ή ανεγείρετε
- "Σήκωσε έναν αχυρώνα"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- όρθιος ,
- πίσω ,
- στήνω ,
- στρώνω
adjective
1. Located in or toward the back or rear
- "The chair's rear legs"
- "The rear door of the plane"
- "On the rearward side"
- synonym:
- rear(a) ,
- rearward(a)
1. Βρίσκεται μέσα ή προς τα πίσω ή προς τα πίσω
- "Τα πίσω πόδια της καρέκλας"
- "Η πίσω πόρτα του αεροπλάνου"
- "Στην πίσω πλευρά"
- συνώνυμο:
- οπίσθι(α ,
- οπίσθια(α