Translation meaning & definition of the word "realization" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
Realization
[Πραγμάτωση]noun
1. Coming to understand something clearly and distinctly
- "A growing realization of the risk involved"
- "A sudden recognition of the problem he faced"
- "Increasing recognition that diabetes frequently coexists with other chronic diseases"
- synonym:
- realization ,
- realisation ,
- recognition
1. Να καταλάβουμε κάτι ξεκάθαρο και ξεκάθαρο
- "Αυξανόμενη πραγματοποίηση του εμπλεκόμενου κινδύνου"
- "Ξαφνική αναγνώριση του προβλήματος που αντιμετώπισε"
- "Αυξανόμενη αναγνώριση ότι ο διαβήτης συχνά συνυπάρχει με άλλες χρόνιες ασθένειες"
- συνώνυμο:
- πραγματοποίηση ,
- υλοποίηση ,
- αναγνώριση
2. Making real or giving the appearance of reality
- synonym:
- realization ,
- realisation ,
- actualization ,
- actualisation
2. Να κάνει πραγματικό ή να δώσει την εμφάνιση της πραγματικότητας
- συνώνυμο:
- πραγματοποίηση ,
- υλοποίηση
3. A musical composition that has been completed or enriched by someone other than the composer
- synonym:
- realization ,
- realisation
3. Μια μουσική σύνθεση που έχει ολοκληρωθεί ή εμπλουτιστεί από κάποιον άλλο εκτός από τον συνθέτη
- συνώνυμο:
- πραγματοποίηση ,
- υλοποίηση
4. A sale in order to obtain money (as a sale of stock or a sale of the estate of a bankrupt person) or the money so obtained
- synonym:
- realization ,
- realisation
4. Μια πώληση για την απόκτηση χρημάτων (ως πώληση μετοχών ή πώληση του κτήματος ενός πτωχευμένου προσώπου) ή των χρημάτων
- συνώνυμο:
- πραγματοποίηση ,
- υλοποίηση
5. The completion or enrichment of a piece of music left sparsely notated by a composer
- synonym:
- realization ,
- realisation
5. Την ολοκλήρωση ή τον εμπλουτισμό ενός μουσικού κομματιού που άφησε αραιά σημειωμένο από έναν συνθέτη
- συνώνυμο:
- πραγματοποίηση ,
- υλοποίηση
6. Something that is made real or concrete
- "The victory was the realization of a whole year's work"
- synonym:
- realization ,
- realisation ,
- fruition
6. Κάτι που γίνεται πραγματικό ή συγκεκριμένο
- "Η νίκη ήταν η πραγματοποίηση του έργου ενός ολόκληρου έτους"
- συνώνυμο:
- πραγματοποίηση ,
- υλοποίηση ,
- καρποφορία