Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "realization" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματοποίηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Realization

[Πραγμάτωση]
/riləzeʃən/

noun

1. Coming to understand something clearly and distinctly

  • "A growing realization of the risk involved"
  • "A sudden recognition of the problem he faced"
  • "Increasing recognition that diabetes frequently coexists with other chronic diseases"
    synonym:
  • realization
  • ,
  • realisation
  • ,
  • recognition

1. Να καταλάβουμε κάτι ξεκάθαρο και ξεκάθαρο

  • "Αυξανόμενη πραγματοποίηση του εμπλεκόμενου κινδύνου"
  • "Ξαφνική αναγνώριση του προβλήματος που αντιμετώπισε"
  • "Αυξανόμενη αναγνώριση ότι ο διαβήτης συχνά συνυπάρχει με άλλες χρόνιες ασθένειες"
    συνώνυμο:
  • πραγματοποίηση
  • ,
  • υλοποίηση
  • ,
  • αναγνώριση

2. Making real or giving the appearance of reality

    synonym:
  • realization
  • ,
  • realisation
  • ,
  • actualization
  • ,
  • actualisation

2. Να κάνει πραγματικό ή να δώσει την εμφάνιση της πραγματικότητας

    συνώνυμο:
  • πραγματοποίηση
  • ,
  • υλοποίηση

3. A musical composition that has been completed or enriched by someone other than the composer

    synonym:
  • realization
  • ,
  • realisation

3. Μια μουσική σύνθεση που έχει ολοκληρωθεί ή εμπλουτιστεί από κάποιον άλλο εκτός από τον συνθέτη

    συνώνυμο:
  • πραγματοποίηση
  • ,
  • υλοποίηση

4. A sale in order to obtain money (as a sale of stock or a sale of the estate of a bankrupt person) or the money so obtained

    synonym:
  • realization
  • ,
  • realisation

4. Μια πώληση για την απόκτηση χρημάτων (ως πώληση μετοχών ή πώληση του κτήματος ενός πτωχευμένου προσώπου) ή των χρημάτων

    συνώνυμο:
  • πραγματοποίηση
  • ,
  • υλοποίηση

5. The completion or enrichment of a piece of music left sparsely notated by a composer

    synonym:
  • realization
  • ,
  • realisation

5. Την ολοκλήρωση ή τον εμπλουτισμό ενός μουσικού κομματιού που άφησε αραιά σημειωμένο από έναν συνθέτη

    συνώνυμο:
  • πραγματοποίηση
  • ,
  • υλοποίηση

6. Something that is made real or concrete

  • "The victory was the realization of a whole year's work"
    synonym:
  • realization
  • ,
  • realisation
  • ,
  • fruition

6. Κάτι που γίνεται πραγματικό ή συγκεκριμένο

  • "Η νίκη ήταν η πραγματοποίηση του έργου ενός ολόκληρου έτους"
    συνώνυμο:
  • πραγματοποίηση
  • ,
  • υλοποίηση
  • ,
  • καρποφορία