Translation meaning & definition of the word "realizable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματοποιήσιμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Realizable
[Πραγματοποιήσιμοσ]/riəlaɪzəbəl/
adjective
1. Capable of being realized
- "Realizable benefits of the plan"
- synonym:
- realizable
1. Ικανό να πραγματοποιηθεί
- "Πραγματοποιήσιμα οφέλη του σχεδίου"
- συνώνυμο:
- πραγματοποιήσιμοσ
2. Capable of existing or taking place or proving true
- Possible to do
- synonym:
- accomplishable ,
- achievable ,
- doable ,
- manageable ,
- realizable
2. Ικανό να υπάρχει ή να λαμβάνει χώρα ή να αποδεικνύεται αληθινό
- Δυνατόν να κάνει
- συνώνυμο:
- επιτευχθεί ,
- εφικτός ,
- εφικτόσ ,
- διαχειρίσιμοσ ,
- πραγματοποιήσιμοσ