Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "realism" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ρεαλισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Realism

[Ρεαλισμός]
/riəlɪzm/

noun

1. The attribute of accepting the facts of life and favoring practicality and literal truth

    synonym:
  • realism
  • ,
  • pragmatism

1. Το χαρακτηριστικό της αποδοχής των γεγονότων της ζωής και της προτίμησης της πρακτικότητας και της κυριολεκτικής αλήθειας

    συνώνυμο:
  • ρεαλισμός
  • ,
  • πραγματισμόσ

2. The state of being actual or real

  • "The reality of his situation slowly dawned on him"
    synonym:
  • reality
  • ,
  • realness
  • ,
  • realism

2. Η κατάσταση του να είσαι πραγματικός ή πραγματικός

  • "Η πραγματικότητα της κατάστασής του τον ξημέρωσε αργά"
    συνώνυμο:
  • πραγματικότητα
  • ,
  • ρεαλισμός

3. (philosophy) the philosophical doctrine that physical objects continue to exist when not perceived

    synonym:
  • realism
  • ,
  • naive realism

3. (φιλοσοφία) το φιλοσοφικό δόγμα ότι τα φυσικά αντικείμενα συνεχίζουν να υπάρχουν όταν δεν γίνονται αντιληπτά

    συνώνυμο:
  • ρεαλισμός
  • ,
  • αφελής ρεαλισμός

4. An artistic movement in 19th century france

  • Artists and writers strove for detailed realistic and factual description
    synonym:
  • naturalism
  • ,
  • realism

4. Καλλιτεχνικό κίνημα στη γαλλία του 19ου αιώνα

  • Καλλιτέχνες και συγγραφείς προσπάθησαν για λεπτομερή ρεαλιστική και πραγματική περιγραφή
    συνώνυμο:
  • φυσιολατρεία
  • ,
  • ρεαλισμός

5. (philosophy) the philosophical doctrine that abstract concepts exist independent of their names

    synonym:
  • Platonism
  • ,
  • realism

5. (φιλοσοφία) το φιλοσοφικό δόγμα ότι υπάρχουν αφηρημένες έννοιες ανεξάρτητες από τα ονόματά τους

    συνώνυμο:
  • Πλατωνισμός
  • ,
  • ρεαλισμός