Translation meaning & definition of the word "ready" into Greek language
Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "έτοιμος" στην ελληνική γλώσσα
Ready
[Έτοιμος]noun
1. Poised for action
- "Their guns were at the ready"
- synonym:
- ready
1. Έτοιμος για δράση
- "Τα όπλα τους ήταν έτοιμα"
- συνώνυμο:
- έτοιμος
verb
1. Prepare for eating by applying heat
- "Cook me dinner, please"
- "Can you make me an omelette?"
- "Fix breakfast for the guests, please"
- synonym:
- cook ,
- fix ,
- ready ,
- make ,
- prepare
1. Προετοιμαστείτε για φαγητό εφαρμόζοντας θερμότητα
- "Μαγείρεψέ μου το δείπνο, σε παρακαλώ"
- "Μπορείς να μου φτιάξεις μια ομελέτα;"
- "Φτιάξτε πρωινό για τους καλεσμένους, παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- μαγειρεύω ,
- επιδιορθώνω ,
- έτοιμος ,
- κάνω ,
- προετοιμαστείτε
2. Make ready or suitable or equip in advance for a particular purpose or for some use, event, etc
- "Get the children ready for school!"
- "Prepare for war"
- "I was fixing to leave town after i paid the hotel bill"
- synonym:
- fix ,
- prepare ,
- set up ,
- ready ,
- gear up ,
- set
2. Ετοιμάστε ή κατάλληλο ή εξοπλίστε εκ των προτέρων για συγκεκριμένο σκοπό ή για κάποια χρήση, εκδήλωση π
- "Ετοιμάστε τα παιδιά για το σχολείο!"
- "Προετοιμαστείτε για πόλεμο"
- "Επισκεπτόμουν να φύγω από την πόλη αφού πλήρωσα τον λογαριασμό του ξενοδοχείου"
- συνώνυμο:
- επιδιορθώνω ,
- προετοιμαστείτε ,
- στήνω ,
- έτοιμος ,
- εξοπλίζω ,
- σετ
adjective
1. Completely prepared or in condition for immediate action or use or progress
- "Get ready"
- "She is ready to resign"
- "The bridge is ready to collapse"
- "I am ready to work"
- "Ready for action"
- "Ready for use"
- "The soup will be ready in a minute"
- "Ready to learn to read"
- synonym:
- ready
1. Πλήρως προετοιμασμένοι ή σε κατάσταση άμεσης δράσης ή χρήσης ή προόδου
- "Ετοιμαστείτε"
- "Είναι έτοιμη να παραιτηθεί"
- "Η γέφυρα είναι έτοιμη να καταρρεύσει"
- "Είμαι έτοιμος να δουλέψω"
- "Έτοιμος για δράση"
- "Έτοιμο για χρήση"
- "Η σούπα θα είναι έτοιμη σε ένα λεπτό"
- "Έτοιμος να μάθεις να διαβάζεις"
- συνώνυμο:
- έτοιμος
2. (of especially money) immediately available
- "He seems to have ample ready money"
- "A ready source of cash"
- synonym:
- ready(a)
2. (ιδιαίτερα χρημάτων) άμεσα διαθέσιμα
- "Φαίνεται να έχει άφθονα έτοιμα χρήματα"
- "Μια έτοιμη πηγή μετρητών"
- συνώνυμο:
- έτοιμο(α)
3. Mentally disposed
- "He was ready to believe her"
- synonym:
- ready
3. Διατεθειμένος
- "Ήταν έτοιμος να την πιστέψει"
- συνώνυμο:
- έτοιμος
4. Made suitable and available for immediate use
- "Dinner is ready"
- synonym:
- ready
4. Καταστεί κατάλληλο και διαθέσιμο για άμεση χρήση
- "Το δείπνο είναι έτοιμο"
- συνώνυμο:
- έτοιμος
5. Apprehending and responding with speed and sensitivity
- "A quick mind"
- "A ready wit"
- synonym:
- quick ,
- ready
5. Σύλληψη και ανταπόκριση με ταχύτητα και ευαισθησία
- "Ένα γρήγορο μυαλό"
- "Ένα έτοιμο πνεύμα"
- συνώνυμο:
- γρήγορα ,
- έτοιμος