Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "readiness" into Greek language

Μετάφραση έννοια & ορισμός της λέξης "ετοιμότητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Readiness

[Ετοιμότητα]
/rɛdinəs/

noun

1. The state of having been made ready or prepared for use or action (especially military action)

  • "Putting them in readiness"
  • "Their preparation was more than adequate"
    synonym:
  • readiness
  • ,
  • preparedness
  • ,
  • preparation

1. Η κατάσταση της προετοιμασίας ή της προετοιμασίας για χρήση ή δράση (ιδιαίτερα στρατιωτική δράση)

  • "Βάζοντάς τους σε ετοιμότητα"
  • "Η προετοιμασία τους ήταν περισσότερο από επαρκής"
    συνώνυμο:
  • ετοιμότητα
  • ,
  • προετοιμασία

2. Prompt willingness

  • "Readiness to continue discussions"
  • "They showed no eagerness to spread the gospel"
  • "They disliked his zeal in demonstrating his superiority"
  • "He tried to explain his forwardness in battle"
    synonym:
  • readiness
  • ,
  • eagerness
  • ,
  • zeal
  • ,
  • forwardness

2. Άμεση προθυμία

  • "Ετοιμότητα να συνεχίσουμε τις συζητήσεις"
  • "Δεν έδειξαν καμία προθυμία να διαδώσουν το ευαγγέλιο"
  • "Δεν τους άρεσε ο ζήλος του να επιδείξει την ανωτερότητά του"
  • "Προσπάθησε να εξηγήσει την προθυμία του στη μάχη"
    συνώνυμο:
  • ετοιμότητα
  • ,
  • ανυπομονησία
  • ,
  • ζήλος
  • ,
  • προθυμία

3. (psychology) being temporarily ready to respond in a particular way

  • "The subjects' set led them to solve problems the familiar way and to overlook the simpler solution"
  • "His instructions deliberately gave them the wrong set"
    synonym:
  • set
  • ,
  • readiness

3. (ψυχολογία) όντας προσωρινά έτοιμη να ανταποκριθεί με συγκεκριμένο τρόπο

  • "Το σύνολο των υποκειμένων τους οδήγησε να λύσουν τα προβλήματα με τον οικείο τρόπο και να παραβλέψουν την απλούστερη λύση"
  • "Οι οδηγίες του τους έδωσαν σκόπιμα λάθος σύνολο"
    συνώνυμο:
  • σετ
  • ,
  • ετοιμότητα

4. A natural effortlessness

  • "They conversed with great facility"
  • "A happy readiness of conversation"--jane austen
    synonym:
  • facility
  • ,
  • readiness

4. Μια φυσική αβίαστη

  • "Συνομίλησαν με μεγάλη εγκατάσταση"
  • "Μια χαρούμενη ετοιμότητα συζήτησης"--τζέιν όστεν
    συνώνυμο:
  • εγκατάσταση
  • ,
  • ετοιμότητα

Examples of using

We were more than satisfied when the Romanian Government, even before its membership of the European Union, showed its readiness to accept this directive.
Ήμασταν περισσότερο από ικανοποιημένοι όταν η ρουμανική κυβέρνηση, ακόμη και πριν από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδειξε την ετοιμότητά της να αποδεχθεί αυτήν την οδηγία.
It is correct to say that psychological readiness is important in this therapy.
Είναι σωστό να πούμε ότι η ψυχολογική ετοιμότητα είναι σημαντική σε αυτή τη θεραπεία.