Translation meaning & definition of the word "reader" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναγνώστης" στην ελληνική γλώσσα
Reader
[Αναγνώστης]noun
1. A person who enjoys reading
- synonym:
- reader
1. Ένας άνθρωπος που απολαμβάνει το διάβασμα
- συνώνυμο:
- αναγνώστης
2. Someone who contracts to receive and pay for a service or a certain number of issues of a publication
- synonym:
- subscriber ,
- reader
2. Κάποιος που συνάπτει σύμβαση για να λάβει και να πληρώσει για μια υπηρεσία ή έναν ορισμένο αριθμό θεμάτων μιας δημοσίευσης
- συνώνυμο:
- συνδρομητήσ ,
- αναγνώστης
3. A person who can read
- A literate person
- synonym:
- reader
3. Ένα άτομο που μπορεί να διαβάσει
- Ένας εγγράμματος άνθρωπος
- συνώνυμο:
- αναγνώστης
4. Someone who reads manuscripts and judges their suitability for publication
- synonym:
- reviewer ,
- referee ,
- reader
4. Κάποιος που διαβάζει χειρόγραφα και κρίνει την καταλληλότητά τους για δημοσίευση
- συνώνυμο:
- κριτής ,
- διαιτητήσ ,
- αναγνώστης
5. Someone who reads proof in order to find errors and mark corrections
- synonym:
- proofreader ,
- reader
5. Κάποιος που διαβάζει αποδείξεις για να βρει λάθη και να επισημάνει διορθώσεις
- συνώνυμο:
- διορθωτήσ ,
- αναγνώστης
6. Someone who reads the lessons in a church service
- Someone ordained in a minor order of the roman catholic church
- synonym:
- lector ,
- reader
6. Κάποιος που διαβάζει τα μαθήματα σε μια εκκλησιαστική υπηρεσία
- Κάποιος χειροτονήθηκε σε μια μικρή τάξη της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
- συνώνυμο:
- λέκτορασ ,
- αναγνώστης
7. A public lecturer at certain universities
- synonym:
- lector ,
- lecturer ,
- reader
7. Δημόσιος λέκτορας σε ορισμένα πανεπιστήμια
- συνώνυμο:
- λέκτορασ ,
- λέκτορας ,
- αναγνώστης
8. One of a series of texts for students learning to read
- synonym:
- reader
8. Ένα από μια σειρά κειμένων για τους μαθητές που μαθαίνουν να διαβάζουν
- συνώνυμο:
- αναγνώστης