Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "read" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ανάγνωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Read

[Διαβάζω]
/rɛd/

noun

1. Something that is read

  • "The article was a very good read"
    synonym:
  • read

1. Κάτι που διαβάζεται

  • "Το άρθρο ήταν πολύ καλό ανάγνωσμα"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω

verb

1. Interpret something that is written or printed

  • "Read the advertisement"
  • "Have you read salman rushdie?"
    synonym:
  • read

1. Ερμηνεύστε κάτι που είναι γραμμένο ή τυπωμένο

  • "Διαβάστε τη διαφήμιση"
  • "Έχεις διαβάσει τον σαλμάν ρούσντι;"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω

2. Have or contain a certain wording or form

  • "The passage reads as follows"
  • "What does the law say?"
    synonym:
  • read
  • ,
  • say

2. Να έχετε ή να περιέχετε μια συγκεκριμένη διατύπωση ή μορφή

  • "Το απόσπασμα έχει ως εξής"
  • "Τι λέει ο νόμος;"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω
  • ,
  • λέω

3. Look at, interpret, and say out loud something that is written or printed

  • "The king will read the proclamation at noon"
    synonym:
  • read

3. Κοιτάξτε, ερμηνεύστε και πείτε δυνατά κάτι που είναι γραμμένο ή τυπωμένο

  • "Ο βασιλιάς θα διαβάσει τη διακήρυξη το μεσημέρι"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω

4. Obtain data from magnetic tapes

  • "This dictionary can be read by the computer"
    synonym:
  • read
  • ,
  • scan

4. Λήψη δεδομένων από μαγνητικές ταινίες

  • "Αυτό το λεξικό μπορεί να διαβαστεί από τον υπολογιστή"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω
  • ,
  • σάρωση

5. Interpret the significance of, as of palms, tea leaves, intestines, the sky

  • Also of human behavior
  • "She read the sky and predicted rain"
  • "I can't read his strange behavior"
  • "The fortune teller read his fate in the crystal ball"
    synonym:
  • read

5. Ερμηνεύστε τη σημασία, όπως των φοινίκων, των φύλλων τσαγιού, των εντέρων, του ουρανού

  • Επίσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς
  • "Διάβασε τον ουρανό και προέβλεψε βροχή"
  • "Δεν μπορώ να διαβάσω την περίεργη συμπεριφορά του"
  • "Ο μάντης διάβασε τη μοίρα του στην κρυστάλλινη σφαίρα"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω

6. Interpret something in a certain way

  • Convey a particular meaning or impression
  • "I read this address as a satire"
  • "How should i take this message?"
  • "You can't take credit for this!"
    synonym:
  • take
  • ,
  • read

6. Ερμηνεύστε κάτι με έναν συγκεκριμένο τρόπο

  • Μεταφέρετε ένα συγκεκριμένο νόημα ή εντύπωση
  • "Διάβασα αυτή τη διεύθυνση ως σάτιρα"
  • "Πώς να πάρω αυτό το μήνυμα;"
  • "Δεν μπορείς να πάρεις τα εύσημα για αυτό!"
    συνώνυμο:
  • παίρνω
  • ,
  • διαβάζω

7. Be a student of a certain subject

  • "She is reading for the bar exam"
    synonym:
  • learn
  • ,
  • study
  • ,
  • read
  • ,
  • take

7. Να είσαι μαθητής ενός συγκεκριμένου θέματος

  • "Διαβάζει για τις εξετάσεις δικηγόρων"
    συνώνυμο:
  • μαθαίνω
  • ,
  • μελέτη
  • ,
  • διαβάζω
  • ,
  • παίρνω

8. Indicate a certain reading

  • Of gauges and instruments
  • "The thermometer showed thirteen degrees below zero"
  • "The gauge read `empty'"
    synonym:
  • read
  • ,
  • register
  • ,
  • show
  • ,
  • record

8. Υποδείξτε μια συγκεκριμένη ανάγνωση

  • Από μετρητές και όργανα
  • "Το θερμόμετρο έδειξε δεκατρείς μοίρες κάτω από το μηδέν"
  • "Το μετρητή έγραφε `empty'"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω
  • ,
  • εγγραφή
  • ,
  • εμφάνιση
  • ,
  • ρεκόρ

9. Audition for a stage role by reading parts of a role

  • "He is auditioning for `julius caesar' at stratford this year"
    synonym:
  • read

9. Ακρόαση για σκηνικό ρόλο διαβάζοντας μέρη ενός ρόλου

  • "Περνάει από οντισιόν για το `julius caesar" στο stratford φέτος"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω

10. To hear and understand

  • "I read you loud and clear!"
    synonym:
  • read

10. Να ακούω και να καταλαβαίνω

  • "Σε διαβάζω δυνατά και καθαρά!"
    συνώνυμο:
  • διαβάζω

11. Make sense of a language

  • "She understands french"
  • "Can you read greek?"
    synonym:
  • understand
  • ,
  • read
  • ,
  • interpret
  • ,
  • translate

11. Βγάλε νόημα από μια γλώσσα

  • "Καταλαβαίνει γαλλικά"
  • "Μπορείς να διαβάσεις ελληνικά;"
    συνώνυμο:
  • καταλαβαίνω
  • ,
  • διαβάζω
  • ,
  • ερμηνεύω
  • ,
  • μεταφράζω

Examples of using

"Ganon tried again and recreated everything: the Earth, light, Link, and Zelda — okay, this is bullshit!" "Read the—" "No, read it yourself! It's all shit to me."
"Ο Γκάνον προσπάθησε ξανά και αναδημιούργησε τα πάντα: τη Γη, το φως, τον Σύνδεσμο και τη Ζέλντα — εντάξει, αυτό είναι μαλακία!" "Διάβασε το —" "Όχι, διάβασέ το μόνος σου! Είναι όλα σκατά για μένα."
This is one of the best books I've ever read.
Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ.
You shouldn't have read Tom's letter.
Δεν έπρεπε να διαβάσεις το γράμμα του Τομ.