Translation meaning & definition of the word "reactor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντιδραστήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Reactor
[Αντιδραστήρα]/riæktər/
noun
1. An electrical device used to introduce reactance into a circuit
- synonym:
- reactor
1. Μια ηλεκτρική συσκευή που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή αντίδρασης σε ένα κύκλωμα
- συνώνυμο:
- αντιδραστήρας
2. (physics) any of several kinds of apparatus that maintain and control a nuclear reaction for the production of energy or artificial elements
- synonym:
- nuclear reactor ,
- reactor
2. (φυσική) κάθε είδους συσκευή που διατηρεί και ελέγχει μια πυρηνική αντίδραση για την παραγωγή ενέργειας ή τεχνητών στοιχείων
- συνώνυμο:
- πυρηνικός αντιδραστήρας ,
- αντιδραστήρας
Examples of using
It's almost as absurd as building a nuclear reactor inside a castle.
Είναι σχεδόν τόσο παράλογο όσο η κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα μέσα σε ένα κάστρο.