Translation meaning & definition of the word "reaction" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αντίδραση" στην ελληνική γλώσσα
Reaction
[Αντίδραση]noun
1. (chemistry) a process in which one or more substances are changed into others
- "There was a chemical reaction of the lime with the ground water"
- synonym:
- chemical reaction ,
- reaction
1. (χημεία) μια διαδικασία στην οποία μία ή περισσότερες ουσίες μετατρέπονται σε άλλες
- "Υπήρξε μια χημική αντίδραση του ασβέστη με το υπόγειο νερό"
- συνώνυμο:
- χημική αντίδραση ,
- αντίδραση
2. An idea evoked by some experience
- "His reaction to the news was to start planning what to do"
- synonym:
- reaction
2. Μια ιδέα που προκαλείται από κάποια εμπειρία
- "Η αντίδρασή του στις ειδήσεις ήταν να αρχίσει να σχεδιάζει τι να κάνει"
- συνώνυμο:
- αντίδραση
3. A bodily process occurring due to the effect of some antecedent stimulus or agent
- "A bad reaction to the medicine"
- "His responses have slowed with age"
- synonym:
- reaction ,
- response
3. Μια σωματική διαδικασία που συμβαίνει λόγω της επίδρασης κάποιου προηγμένου ερεθίσματος ή παράγοντα
- "Μια κακή αντίδραση στο φάρμακο"
- "Οι απαντήσεις του έχουν επιβραδυνθεί με την ηλικία"
- συνώνυμο:
- αντίδραση ,
- απάντηση
4. (mechanics) the equal and opposite force that is produced when any force is applied to a body
- "Every action has an equal and opposite reaction"
- synonym:
- reaction
4. (μηχανική) η ίση και αντίθετη δύναμη που παράγεται όταν εφαρμόζεται οποιαδήποτε δύναμη σε ένα σώμα
- "Κάθε δράση έχει μια ίση και αντίθετη αντίδραση"
- συνώνυμο:
- αντίδραση
5. A response that reveals a person's feelings or attitude
- "He was pleased by the audience's reaction to his performance"
- "John feared his mother's reaction when she saw the broken lamp"
- synonym:
- reaction
5. Μια απάντηση που αποκαλύπτει τα συναισθήματα ή τη στάση ενός ατόμου
- "Ήταν ευχαριστημένος από την αντίδραση του κοινού στην απόδοσή του"
- "Ο τζον φοβόταν την αντίδραση της μητέρας του όταν είδε τη σπασμένη λάμπα"
- συνώνυμο:
- αντίδραση
6. Extreme conservatism in political or social matters
- "The forces of reaction carried the election"
- synonym:
- reaction
6. Ακραίος συντηρητισμός σε πολιτικά ή κοινωνικά θέματα
- "Οι δυνάμεις της αντίδρασης πήραν τις εκλογές"
- συνώνυμο:
- αντίδραση
7. Doing something in opposition to another way of doing it that you don't like
- "His style of painting was a reaction against cubism"
- synonym:
- reaction
7. Κάνοντας κάτι σε αντίθεση με έναν άλλο τρόπο να το κάνετε που δεν σας αρέσει
- "Το στυλ της ζωγραφικής του ήταν μια αντίδραση ενάντια στον κυβισμό"
- συνώνυμο:
- αντίδραση