Translation meaning & definition of the word "reach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσέγγιση" στην ελληνική γλώσσα
Reach
[Προσεγγίζω]noun
1. The limits within which something can be effective
- "Range of motion"
- "He was beyond the reach of their fire"
- synonym:
- range ,
- reach
1. Τα όρια μέσα στα οποία κάτι μπορεί να είναι αποτελεσματικό
- "Εύρος κίνησης"
- "Ήταν πέρα από την εμβέλεια της φωτιάς τους"
- συνώνυμο:
- εύρος ,
- προσεγγίζω
2. An area in which something acts or operates or has power or control: "the range of a supersonic jet"
- "A piano has a greater range than the human voice"
- "The ambit of municipal legislation"
- "Within the compass of this article"
- "Within the scope of an investigation"
- "Outside the reach of the law"
- "In the political orbit of a world power"
- synonym:
- scope ,
- range ,
- reach ,
- orbit ,
- compass ,
- ambit
2. Μια περιοχή στην οποία κάτι ενεργεί ή λειτουργεί ή έχει δύναμη ή έλεγχο: "το εύρος ενός υπερηχητικού τζετ"
- "Ένα πιάνο έχει μεγαλύτερο εύρος από την ανθρώπινη φωνή"
- "Το κουνέλι της δημοτικής νομοθεσίας"
- "Εντός της πυξίδας αυτού του άρθρου"
- "Εντός του πεδίου της έρευνας"
- "Εκτός από την εμβέλεια του νόμου"
- "Στην πολιτική τροχιά μιας παγκόσμιας δύναμης"
- συνώνυμο:
- πεδίο εφαρμογής ,
- εύρος ,
- προσεγγίζω ,
- τροχιά ,
- πυξίδα ,
- αμπέλ
3. The act of physically reaching or thrusting out
- synonym:
- reach ,
- reaching ,
- stretch
3. Η πράξη της φυσικής επίτευξης ή της εκτόξευσης
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- φθάνοντασ ,
- τεντώνω
4. The limit of capability
- "Within the compass of education"
- synonym:
- compass ,
- range ,
- reach ,
- grasp
4. Το όριο της ικανότητας
- "Εντός της πυξίδας της εκπαίδευσης"
- συνώνυμο:
- πυξίδα ,
- εύρος ,
- προσεγγίζω ,
- πιάνω
verb
1. Reach a destination, either real or abstract
- "We hit detroit by noon"
- "The water reached the doorstep"
- "We barely made it to the finish line"
- "I have to hit the mac machine before the weekend starts"
- synonym:
- reach ,
- make ,
- attain ,
- hit ,
- arrive at ,
- gain
1. Φτάστε σε έναν προορισμό, είτε πραγματικό είτε αφηρημένο
- "Χτυπάμε το ντιτρόιτ το μεσημέρι"
- "Το νερό έφτασε στο κατώφλι"
- "Σχεδόν δεν φτάσαμε στη γραμμή του τερματισμού"
- "Πρέπει να χτυπήσω τη μηχανή πριν ξεκινήσει το σαββατοκύριακο"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- βγάζω ,
- επιτυγχάνω ,
- χτύπημα ,
- φθάνω ,
- κέρδος
2. Reach a point in time, or a certain state or level
- "The thermometer hit 100 degrees"
- "This car can reach a speed of 140 miles per hour"
- synonym:
- reach ,
- hit ,
- attain
2. Φτάστε σε ένα χρονικό σημείο ή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή επίπεδο
- "Το θερμόμετρο χτύπησε 100 μοίρες"
- "Αυτό το αυτοκίνητο μπορεί να φτάσει σε μια ταχύτητα 140 μιλίων ανά ώρα"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- χτύπημα ,
- επιτυγχάνω
3. Move forward or upward in order to touch
- Also in a metaphorical sense
- "Government reaches out to the people"
- synonym:
- reach ,
- reach out
3. Προχωρήστε προς τα εμπρός ή προς τα πάνω για να αγγίξετε
- Και με μεταφορική έννοια
- "Η κυβέρνηση απευθύνεται στο λαό"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω
4. Be in or establish communication with
- "Our advertisements reach millions"
- "He never contacted his children after he emigrated to australia"
- synonym:
- reach ,
- get through ,
- get hold of ,
- contact
4. Να είστε μέσα ή να δημιουργήσετε επικοινωνία με
- "Οι διαφημίσεις μας φτάνουν σε εκατομμύρια"
- "Δεν επικοινώνησε ποτέ με τα παιδιά του αφού μετανάστευσε στην αυστραλία"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- περνώ ,
- παίρνω τον εαυτό μου ,
- επικοινωνία
5. To gain with effort
- "She achieved her goal despite setbacks"
- synonym:
- achieve ,
- accomplish ,
- attain ,
- reach
5. Να κερδίζεις με προσπάθεια
- "Πέτυχε το στόχο της παρά τις αποτυχίες"
- συνώνυμο:
- επιτυγχάνω ,
- προσεγγίζω
6. To extend as far as
- "The sunlight reached the wall"
- "Can he reach?" "the chair must not touch the wall"
- synonym:
- reach ,
- extend to ,
- touch
6. Να επεκταθεί μέχρι
- "Το φως του ήλιου έφτασε στον τοίχο"
- "Μπορεί να φτάσει?" "η καρέκλα δεν πρέπει να αγγίζει τον τοίχο"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- επεκτείνω ,
- αφή
7. Reach a goal, e.g., "make the first team"
- "We made it!"
- "She may not make the grade"
- synonym:
- reach ,
- make ,
- get to ,
- progress to
7. Πετύχετε ένα γκολ, π.χ. "κάντε την πρώτη ομάδα"
- "Το κάναμε!"
- "Μπορεί να μην κάνει το βαθμό"
- συνώνυμο:
- προσεγγίζω ,
- βγάζω ,
- πηγαίνω ,
- πρόοδος σε
8. Place into the hands or custody of
- "Hand me the spoon, please"
- "Turn the files over to me, please"
- "He turned over the prisoner to his lawyers"
- synonym:
- pass ,
- hand ,
- reach ,
- pass on ,
- turn over ,
- give
8. Τοποθετήστε στα χέρια ή την επιμέλεια του
- "Δώσε μου το κουτάλι, παρακαλώ"
- "Γυρίστε τα αρχεία σε μένα, παρακαλώ"
- "Παρέδωσε τον κρατούμενο στους δικηγόρους του"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- χέρι ,
- προσεγγίζω ,
- αναποδογυρίζω ,
- δίνω
9. To exert much effort or energy
- "Straining our ears to hear"
- synonym:
- strive ,
- reach ,
- strain
9. Να ασκήσει πολλή προσπάθεια ή ενέργεια
- "Εκπαιδεύοντας τα αυτιά μας να ακούνε"
- συνώνυμο:
- προσπαθώ ,
- προσεγγίζω ,
- στέλεχος