Translation meaning & definition of the word "re" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Re
[Ρε]/re/
noun
1. A rare heavy polyvalent metallic element that resembles manganese chemically and is used in some alloys
- Is obtained as a by-product in refining molybdenum
- synonym:
- rhenium ,
- Re ,
- atomic number 75
1. Ένα σπάνιο βαρύ πολυδύναμο μεταλλικό στοιχείο που μοιάζει με μαγγάνιο χημικά και χρησιμοποιείται σε ορισμένα κράματα
- Λαμβάνεται ως υποπροϊόν στον εξευγενισμό του μολυβδαινίου
- συνώνυμο:
- ρήνιο ,
- Ρε ,
- ατομικός αριθμός 75
2. Ancient egyptian sun god with the head of a hawk
- A universal creator
- He merged with the god amen as amen-ra to become the king of the gods
- synonym:
- Ra ,
- Re
2. Αρχαίος αιγύπτιος θεός ήλιος με το κεφάλι ενός γερακιού
- Ένας παγκόσμιος δημιουργός
- Συγχωνεύθηκε με τον θεό αμήν ως αμήν-ρα για να γίνει ο βασιλιάς των θεών
- συνώνυμο:
- Ρα ,
- Ρε
3. The syllable naming the second (supertonic) note of any major scale in solmization
- synonym:
- re ,
- ray
3. Η συλλαβή που ονομάζει τη δεύτερη σημείωση ( υπερτονικής) οποιασδήποτε μεγάλης κλίμακας στην ηλιοποίηση
- συνώνυμο:
- ρε ,
- ακτίνα