Translation meaning & definition of the word "razor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραζόρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Razor
[Ξεθωριασμένοσ]/rezər/
noun
1. Edge tool used in shaving
- synonym:
- razor
1. Εργαλείο ακρών που χρησιμοποιείται στο ξύρισμα
- συνώνυμο:
- ξυράφι
verb
1. Shave with a razor
- synonym:
- razor
1. Ξύρισμα με ξυράφι
- συνώνυμο:
- ξυράφι
Examples of using
I bought a new safety razor.
Αγόρασα ένα νέο ξυράφι ασφαλείας.
I cut myself with the razor.
Έκοψα τον εαυτό μου με το ξυράφι.
I cut myself with a razor.
Έκοψα τον εαυτό μου με ένα ξυράφι.