Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ray" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακτινογραφία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ray

[Ακτίνα]
/re/

noun

1. A column of light (as from a beacon)

    synonym:
  • beam
  • ,
  • beam of light
  • ,
  • light beam
  • ,
  • ray
  • ,
  • ray of light
  • ,
  • shaft
  • ,
  • shaft of light
  • ,
  • irradiation

1. Μια στήλη από φως (ας από ένα φάρο)

    συνώνυμο:
  • ακτίνα
  • ,
  • δέσμη φωτός
  • ,
  • φωτεινή δέσμη
  • ,
  • ακτίνα φωτός
  • ,
  • άξονας
  • ,
  • άξονας του φωτός
  • ,
  • ακτινοβολία

2. A branch of an umbel or an umbelliform inflorescence

    synonym:
  • ray

2. Ένας κλάδος ενός ομφάλιου λώρου ή μιας ομφαλοειδούς ταξιανθίας

    συνώνυμο:
  • ακτίνα

3. (mathematics) a straight line extending from a point

    synonym:
  • ray

3. ( μαθηματικά) μια ευθεία γραμμή που εκτείνεται από ένα σημείο

    συνώνυμο:
  • ακτίνα

4. A group of nearly parallel lines of electromagnetic radiation

    synonym:
  • beam
  • ,
  • ray
  • ,
  • electron beam

4. Μια ομάδα σχεδόν παράλληλων γραμμών ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας

    συνώνυμο:
  • ακτίνα
  • ,
  • ακτίνα ηλεκτρονίων

5. The syllable naming the second (supertonic) note of any major scale in solmization

    synonym:
  • re
  • ,
  • ray

5. Η συλλαβή που ονομάζει τη δεύτερη σημείωση ( υπερτονικής) οποιασδήποτε μεγάλης κλίμακας στην ηλιοποίηση

    συνώνυμο:
  • ρε
  • ,
  • ακτίνα

6. Any of the stiff bony spines in the fin of a fish

    synonym:
  • ray

6. Οποιοδήποτε από τα άκαμπτα οστεώδη αγκάθια στο πτερύγιο ενός ψαριού

    συνώνυμο:
  • ακτίνα

7. Cartilaginous fishes having horizontally flattened bodies and enlarged winglike pectoral fins with gills on the underside

  • Most swim by moving the pectoral fins
    synonym:
  • ray

7. Χόνδρινα ψάρια που έχουν οριζόντια πεπλατυσμένα σώματα και διευρυμένα φτερωτά θωρακικά πτερύγια με βράγχια στην κάτω πλευρά

  • Οι περισσότεροι κολυμπούν μετακινώντας τα θωρακικά πτερύγια
    συνώνυμο:
  • ακτίνα

verb

1. Emit as rays

  • "That tower rays a laser beam for miles across the sky"
    synonym:
  • ray

1. Εκπέμπουν ως ακτίνες

  • "Αυτός ο πύργος ακτινοβολεί μια ακτίνα λέιζερ για μίλια στον ουρανό"
    συνώνυμο:
  • ακτίνα

2. Extend or spread outward from a center or focus or inward towards a center

  • "Spokes radiate from the hub of the wheel"
  • "This plants radiate spines in all directions"
    synonym:
  • radiate
  • ,
  • ray

2. Επεκτείνετε ή εξαπλωθείτε προς τα έξω από ένα κέντρο ή εστίαση ή προς τα μέσα προς ένα κέντρο

  • "Ακτινοβολεί από τον κόμβο του τροχού"
  • "Αυτά τα φυτά ακτινοβολούν αγκάθια προς όλες τις κατευθύνσεις"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ
  • ,
  • ακτίνα

3. Expose to radiation

  • "Irradiate food"
    synonym:
  • irradiate
  • ,
  • ray

3. Εκτίθενται σε ακτινοβολία

  • "Ακτινοβολήστε το φαγητό"
    συνώνυμο:
  • ακτινοβολώ
  • ,
  • ακτίνα

Examples of using

Not a ray of light could reach the closet.
Ούτε μια ακτίνα φωτός δεν μπορούσε να φτάσει στην ντουλάπα.
An infrared ray is electromagnetic radiation.
Μια υπέρυθρη ακτίνα είναι ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία.
A single ray of sunlight shone through a chink in the shuttered window.
Μια ακτίνα φωτός του ήλιου έλαμψε μέσα από ένα παγοδρόμιο στο κλειστό παράθυρο.