Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "raw" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακατέργαστη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Raw

[Ακατέργαστοσ]
/rɑ/

noun

1. Informal terms for nakedness

  • "In the raw"
  • "In the altogether"
  • "In his birthday suit"
    synonym:
  • raw
  • ,
  • altogether
  • ,
  • birthday suit

1. Ανεπίσημοι όροι για γύμνια

  • "Στο ωμό"
  • "Συνολικά"
  • "Στο κοστούμι γενεθλίων του"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ
  • ,
  • εντελώς
  • ,
  • κοστούμι γενεθλίων

adjective

1. (used especially of commodities) being unprocessed or manufactured using only simple or minimal processes

  • "Natural yogurt"
  • "Natural produce"
  • "Raw wool"
  • "Raw sugar"
  • "Bales of rude cotton"
    synonym:
  • natural
  • ,
  • raw(a)
  • ,
  • rude(a)

1. (χρησιμοποιείται ειδικά για εμπορεύματα) που δεν επεξεργάζεται ή κατασκευάζεται χρησιμοποιώντας μόνο απλές ή ελάχιστες διαδικασίες

  • "Φυσικό γιαούρτι"
  • "Φυσικά προϊόντα"
  • "Αχνό μαλλί"
  • "Ακατέργαστη ζάχαρη"
  • "Μπάλες από αγενές βαμβάκι"
    συνώνυμο:
  • φυσικός
  • ,
  • ωκα()
  • ,
  • ρουδ(Α)

2. Having the surface exposed and painful

  • "A raw wound"
    synonym:
  • raw

2. Έχοντας την επιφάνεια εκτεθειμένη και επώδυνη

  • "Μια ωμή πληγή"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ

3. Not treated with heat to prepare it for eating

    synonym:
  • raw

3. Δεν αντιμετωπίζεται με θερμότητα για να το προετοιμάσει για φαγητό

    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ

4. Not processed or refined

  • "Raw sewage"
    synonym:
  • raw

4. Δεν είναι επεξεργασμένο ή εξευγενισμένο

  • "Αποχέτευση αποχέτευσης"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ

5. Devoid of elaboration or diminution or concealment

  • Bare and pure
  • "Naked ambition"
  • "Raw fury"
  • "You may kill someone someday with your raw power"
    synonym:
  • naked
  • ,
  • raw

5. Στερείται επεξεργασίας ή μείωσης ή απόκρυψης

  • Γυμνός και καθαρός
  • "Γυμνή φιλοδοξία"
  • "Απότομη οργή"
  • "Μπορείτε να σκοτώσετε κάποιον κάποια μέρα με την ωμή σας δύναμη"
    συνώνυμο:
  • γυμνός
  • ,
  • ακατέργαστοσ

6. Brutally unfair or harsh

  • "Received raw treatment from his friends"
  • "A raw deal"
    synonym:
  • raw

6. Βάναυσα άδικη ή σκληρή

  • "Λήφθηκε ωμή μεταχείριση από τους φίλους του"
  • "Μια ωμή συμφωνία"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ

7. Not processed or subjected to analysis

  • "Raw data"
  • "The raw cost of production"
  • "Only the crude vital statistics"
    synonym:
  • crude
  • ,
  • raw

7. Δεν υποβάλλονται σε επεξεργασία ή υποβάλλονται σε ανάλυση

  • "Απλά δεδομένα"
  • "Το ακατέργαστο κόστος παραγωγής"
  • "Μόνο τα ακατέργαστα ζωτικά στατιστικά στοιχεία"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ

8. Untempered and unrefined

  • "Raw talent"
  • "Raw beauty"
    synonym:
  • raw

8. Ανεμπόδιστος και ανεπεξέργαστος

  • "Απλό ταλέντο"
  • "Απόλυτη ομορφιά"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ

9. Hurting

  • "The tender spot on his jaw"
    synonym:
  • sensitive
  • ,
  • sore
  • ,
  • raw
  • ,
  • tender

9. Πληγώνει

  • "Το τρυφερό σημείο στο σαγόνι του"
    συνώνυμο:
  • ευαίσθητος
  • ,
  • πονόλαιμος
  • ,
  • ακατέργαστοσ
  • ,
  • προσφορά

10. Unpleasantly cold and damp

  • "Bleak winds of the north atlantic"
    synonym:
  • bleak
  • ,
  • cutting
  • ,
  • raw

10. Δυσάρεστα κρύο και υγρό

  • "Βλακείς άνεμοι του βορείου ατλαντικού"
    συνώνυμο:
  • ανατριχιαστικός
  • ,
  • κοπή
  • ,
  • ακατέργαστοσ

11. Used of wood and furniture

  • "Raw wood"
    synonym:
  • raw(a)
  • ,
  • unsanded

11. Χρησιμοποιείται από ξύλο και έπιπλα

  • "Ακατέργαστο ξύλο"
    συνώνυμο:
  • ωκα()
  • ,
  • ανεπιθύμητοσ

12. Lacking training or experience

  • "The new men were eager to fight"
  • "Raw recruits"
    synonym:
  • raw
  • ,
  • new

12. Ελλείψει εκπαίδευσης ή εμπειρίας

  • "Οι νέοι άνδρες ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν"
  • "Προσλήψεις"
    συνώνυμο:
  • ακατέργαστοσ
  • ,
  • νέο

13. (used informally) completely unclothed

    synonym:
  • bare-assed
  • ,
  • bare-ass
  • ,
  • in the altogether
  • ,
  • in the buff
  • ,
  • in the raw
  • ,
  • raw
  • ,
  • peeled
  • ,
  • naked as a jaybird
  • ,
  • stark naked

13. (χρησιμοποιείται ανεπίσημα) εντελώς αποσπασμένο

    συνώνυμο:
  • αποφραγμένοσ
  • ,
  • γυμνόσ
  • ,
  • στο σύνολο
  • ,
  • στον βουβό
  • ,
  • στο ωμό
  • ,
  • ακατέργαστοσ
  • ,
  • ξεφλουδισμένο
  • ,
  • γυμνό σαν πουλί
  • ,
  • σταρκ γυμνός

Examples of using

The raw materials must be shipped in from abroad.
Οι πρώτες ύλες πρέπει να αποστέλλονται από το εξωτερικό.
The ship is carrying raw cotton.
Το πλοίο μεταφέρει ακατέργαστο βαμβάκι.
Tom eats only raw vegetables.
Ο Τομ τρώει μόνο ωμά λαχανικά.