Translation meaning & definition of the word "ravishing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βαρβαρότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ravishing
[Καταστροφή]/rævɪʃɪŋ/
adjective
1. Stunningly beautiful
- "A ravishing blonde"
- synonym:
- ravishing
1. Εκπληκτικά όμορφο
- "Μια καταστροφική ξανθιά"
- συνώνυμο:
- καταστροφή