Translation meaning & definition of the word "ravioli" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρβιόλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ravioli
[Ραβιόλι]/rævioʊli/
noun
1. Small circular or square cases of dough with savory fillings
- synonym:
- ravioli ,
- cappelletti
1. Μικρές κυκλικές ή τετράγωνες περιπτώσεις ζύμης με αλμυρές γεμίσεις
- συνώνυμο:
- ραβιόλι ,
- καππελέτι