Translation meaning & definition of the word "ravine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βαρενά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ravine
[Ραβίν]/rəvin/
noun
1. A deep narrow steep-sided valley (especially one formed by running water)
- synonym:
- ravine
1. Μια βαθιά στενή απότομη κοιλάδα ( ειδικά αυτή που σχηματίζεται από τρεχούμενο νερό)
- συνώνυμο:
- ρεματιά