Translation meaning & definition of the word "raven" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραβείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Raven
[Ράβεν]/revən/
noun
1. Large black bird with a straight bill and long wedge-shaped tail
- synonym:
- raven ,
- Corvus corax
1. Μεγάλο μαύρο πουλί με ευθύ λογαριασμό και μακριά ουρά σε σχήμα σφήνας
- συνώνυμο:
- ράβεν ,
- Κόρακας του κορβιδίου
verb
1. Obtain or seize by violence
- synonym:
- raven
1. Αποκτήστε ή καταλάβετε από τη βία
- συνώνυμο:
- ράβεν
2. Prey on or hunt for
- "These mammals predate certain eggs"
- synonym:
- raven ,
- prey ,
- predate
2. Ανατροφή ή κυνήγι για
- "Αυτά τα θηλαστικά προηγούνται ορισμένων αυγών"
- συνώνυμο:
- ράβεν ,
- θήραμα ,
- προηγούμενο
3. Eat greedily
- "He devoured three sandwiches"
- synonym:
- devour ,
- guttle ,
- raven ,
- pig
3. Τρώτε άπληστα
- "Καταβροχθίζει τρία σάντουιτς"
- συνώνυμο:
- καταβροχθίζω ,
- λασπώνω ,
- ράβεν ,
- χοίρος
4. Feed greedily
- "The lions ravened the bodies"
- synonym:
- raven
4. Τρέφονται άπληστα
- "Τα λιοντάρια αρπάζουν τα πτώματα"
- συνώνυμο:
- ράβεν