Translation meaning & definition of the word "ravel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαδρομή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ravel
[Ραβέλ]/rævəl/
noun
1. French composer and exponent of impressionism (1875-1937)
- synonym:
- Ravel ,
- Maurice Ravel
1. Γάλλος συνθέτης και εκπρόσωπος του ιμπρεσιονισμού (1875-1937)
- συνώνυμο:
- Ραβέλ ,
- Μορίς Ραβέλ
2. A row of unravelled stitches
- "She got a run in her stocking"
- synonym:
- run ,
- ladder ,
- ravel
2. Μια σειρά αποκαλυμμένων ραμμάτων
- "Πήρε ένα τρέξιμο στην κάλτσα της"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- σκάλα ,
- ράβδων
verb
1. Disentangle
- "Can you unravel the mystery?"
- synonym:
- ravel ,
- unravel ,
- ravel out
1. Ξεμπλέκω
- "Μπορείτε να αποκαλύψετε το μυστήριο?"
- συνώνυμο:
- ράβδων ,
- ξετυλίγω ,
- ξεφτίζω
2. Tangle or complicate
- "A ravelled story"
- synonym:
- ravel ,
- tangle ,
- knot
2. Μπερδεύω ή περιπλέκω
- "Μια ανατριχιαστική ιστορία"
- συνώνυμο:
- ράβδων ,
- τραβώ ,
- κόμπος