Translation meaning & definition of the word "raucous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλακώδης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Raucous
[Ραυκωτόσ]/rɔkəs/
adjective
1. Unpleasantly loud and harsh
- synonym:
- raucous ,
- strident
1. Δυσάρεστα δυνατά και σκληρά
- συνώνυμο:
- βραχώδησ ,
- αποτυχημένοσ
2. Disturbing the public peace
- Loud and rough
- "A raucous party"
- "Rowdy teenagers"
- synonym:
- raucous ,
- rowdy
2. Ενοχλώντας την ειρήνη του κοινού
- Δυνατά και τραχιά
- "Ένα βιαστικό πάρτι"
- "Ανόητοι έφηβοι"
- συνώνυμο:
- βραχώδησ ,
- ανατριχιαστικός
Examples of using
Parliament members had a raucous argument over the Wiretapping Law.
Τα μέλη του Κοινοβουλίου είχαν ένα βάναυσο επιχείρημα σχετικά με τον νόμο για την Σύνδεση.