Translation meaning & definition of the word "rattlesnake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rattlesnake
[Κουδουνίστρα]/rætəlsnek/
noun
1. Pit viper with horny segments at the end of the tail that rattle when shaken
- synonym:
- rattlesnake ,
- rattler
1. Λάκκο ατμού με καυλωμένα τμήματα στο τέλος της ουράς που κουδουνίζει όταν ανακινείται
- συνώνυμο:
- κροταλία ,
- παλιοσίδερο
Examples of using
Tom was bitten by a rattlesnake.
Ο Τομ δαγκώθηκε από ένα κροταλία.