Translation meaning & definition of the word "rattled" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταραγμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rattled
[Κουδουνίζω]/rætəld/
adjective
1. Thrown into a state of agitated confusion
- (`rattled' is an informal term)
- synonym:
- flustered ,
- hot and bothered(p) ,
- perturbed ,
- rattled
1. Ρίχνονται σε μια κατάσταση ταραγμένης σύγχυσης
- Το ( είναι ένας άτυπος όρος)
- συνώνυμο:
- επιδεινώνεται ,
- ζεστό και ενοχλημένο() ,
- ενοχλημένος ,
- τσαλακώνω