Translation meaning & definition of the word "rattle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουδουνίστρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rattle
[Κουδουνίζω]/rætəl/
noun
1. A rapid series of short loud sounds (as might be heard with a stethoscope in some types of respiratory disorders)
- "The death rattle"
- synonym:
- rattle ,
- rattling ,
- rale
1. Μια ταχεία σειρά σύντομων δυνατών ήχων (α μπορεί να ακουστεί με ένα στηθοσκόπιο σε ορισμένους τύπους αναπνευστικών διαταραχών)
- "Το κουδουνίστρα θανάτου"
- συνώνυμο:
- κουδουνίζω ,
- ράλε
2. A baby's toy that makes percussive noises when shaken
- synonym:
- rattle
2. Ένα παιχνίδι του μωρού που κάνει κρουστούς θορύβους όταν ανακινείται
- συνώνυμο:
- κουδουνίζω
3. Loosely connected horny sections at the end of a rattlesnake's tail
- synonym:
- rattle
3. Χαλαρά συνδεδεμένα καυλωμένα τμήματα στο τέλος της ουράς ενός κροταλίας
- συνώνυμο:
- κουδουνίζω
verb
1. Make short successive sounds
- synonym:
- rattle
1. Κάντε σύντομους διαδοχικούς ήχους
- συνώνυμο:
- κουδουνίζω
2. Shake and cause to make a rattling noise
- synonym:
- rattle
2. Ανακινήστε και προκαλέστε έναν κουδουνιστό θόρυβο
- συνώνυμο:
- κουδουνίζω