Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "rationalize" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορθολογισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Rationalize

[Εξορθολογισμό]
/ræʃənəlaɪz/

verb

1. Defend, explain, clear away, or make excuses for by reasoning

  • "Rationalize the child's seemingly crazy behavior"
  • "He rationalized his lack of success"
    synonym:
  • apologize
  • ,
  • apologise
  • ,
  • excuse
  • ,
  • justify
  • ,
  • rationalize
  • ,
  • rationalise

1. Υπερασπιστείτε, εξηγήστε, ξεκαθαρίστε ή δικαιολογήστε με συλλογιστική

  • "Εθνικοποιήστε τη φαινομενικά τρελή συμπεριφορά του παιδιού"
  • "Εξορθολόγησε την έλλειψη επιτυχίας"
    συνώνυμο:
  • ζητώ συγγνώμη
  • ,
  • δικαιολογία
  • ,
  • δικαιολογώ
  • ,
  • εξορθολογίσει

2. Weed out unwanted or unnecessary things

  • "We had to lose weight, so we cut the sugar from our diet"
    synonym:
  • cut
  • ,
  • prune
  • ,
  • rationalize
  • ,
  • rationalise

2. Απομακρύνετε ανεπιθύμητα ή περιττά πράγματα

  • "Έπρεπε να χάσουμε βάρος, οπότε κόψαμε τη ζάχαρη από τη διατροφή μας"
    συνώνυμο:
  • κόβω
  • ,
  • παναθηναϊκός
  • ,
  • εξορθολογίσει

3. Structure and run according to rational or scientific principles in order to achieve desired results

  • "We rationalized the factory's production and raised profits"
    synonym:
  • rationalize
  • ,
  • rationalise

3. Δομή και λειτουργία σύμφωνα με τις λογικές ή επιστημονικές αρχές προκειμένου να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα

  • "Εξορθολογίσαμε την παραγωγή του εργοστασίου και αυξήσαμε τα κέρδη"
    συνώνυμο:
  • εξορθολογίσει

4. Think rationally

  • Employ logic or reason
  • "When one wonders why one is doing certain things, one should rationalize"
    synonym:
  • rationalize
  • ,
  • rationalise

4. Σκεφτείτε ορθολογικά

  • Χρησιμοποιήστε λογική ή λόγο
  • "Όταν κάποιος αναρωτιέται γιατί κάνει κάποια πράγματα, πρέπει να εξορθολογιστεί"
    συνώνυμο:
  • εξορθολογίσει

5. Remove irrational quantities from

  • "This function can be rationalized"
    synonym:
  • rationalize
  • ,
  • rationalise

5. Αφαιρέστε τις παράλογες ποσότητες από

  • "Αυτή η λειτουργία μπορεί να εξορθολογιστεί"
    συνώνυμο:
  • εξορθολογίσει

Examples of using

He tried to rationalize his foolish actions.
Προσπάθησε να εξορθολογίσει τις ανόητες πράξεις του.