Translation meaning & definition of the word "rationality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ορθολογισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rationality
[Ορθολογικότητα]/ræʃənælɪti/
noun
1. The state of having good sense and sound judgment
- "His rationality may have been impaired"
- "He had to rely less on reason than on rousing their emotions"
- synonym:
- rationality ,
- reason ,
- reasonableness
1. Η κατάσταση της καλής λογικής και της ορθής κρίσης
- "Ο ορθολογισμός του μπορεί να έχει επηρεαστεί"
- "Έπρεπε να βασίζεται λιγότερο στη λογική παρά στο να προκαλεί τα συναισθήματά τους"
- συνώνυμο:
- ορθολογισμόσ ,
- λόγος ,
- λογικότητα
2. The quality of being consistent with or based on logic
- synonym:
- rationality ,
- rationalness
2. Η ποιότητα του να είναι συνεπής ή να βασίζεται στη λογική
- συνώνυμο:
- ορθολογισμόσ ,
- ορθολογικότητα