Translation meaning & definition of the word "rational" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rational
[Ορθολογιστικόσ]/ræʃənəl/
noun
1. An integer or a fraction
- synonym:
- rational number ,
- rational
1. Ένας ακέραιος ή ένα κλάσμα
- συνώνυμο:
- λογικός αριθμός ,
- λογικός
adjective
1. Consistent with or based on or using reason
- "Rational behavior"
- "A process of rational inference"
- "Rational thought"
- synonym:
- rational
1. Συνεπής με ή με βάση ή χρησιμοποιώντας το λόγο
- "Λογική συμπεριφορά"
- "Μια διαδικασία λογικού συμπεράσματος"
- "Λογική σκέψη"
- συνώνυμο:
- λογικός
2. Of or associated with or requiring the use of the mind
- "Intellectual problems"
- "The triumph of the rational over the animal side of man"
- synonym:
- intellectual ,
- rational ,
- noetic
2. Από ή σχετίζονται με ή απαιτούν τη χρήση του νου
- "Πνευματικά προβλήματα"
- "Ο θρίαμβος του λογικού επί της ζωικής πλευράς του ανθρώπου"
- συνώνυμο:
- διανοητικός ,
- λογικός ,
- νοεράτη
3. Capable of being expressed as a quotient of integers
- "Rational numbers"
- synonym:
- rational
3. Ικανό να εκφραστεί ως πηλίκο των ακεραίων
- "Λογικοί αριθμοί"
- συνώνυμο:
- λογικός
4. Having its source in or being guided by the intellect (as distinguished from experience or emotion)
- "A rational analysis"
- synonym:
- rational
4. Έχοντας την πηγή του ή καθοδηγούμενος από την διάνοια (ας διακρίνεται από την εμπειρία ή το συναίσθημα)
- "Μια ορθολογική ανάλυση"
- συνώνυμο:
- λογικός
Examples of using
Robinson is a practical, rational and brave man.
Ο Ρόμπινσον είναι ένας πρακτικός, λογικός και γενναίος άνθρωπος.
Although the arguments were rational, he was not convinced.
Αν και τα επιχειρήματα ήταν λογικά, δεν πείστηκε.
Man is a rational animal.
Ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ζώο.