Translation meaning & definition of the word "rating" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαθμολόγηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rating
[Βαθμολογία]/retɪŋ/
noun
1. An appraisal of the value of something
- "He set a high valuation on friendship"
- synonym:
- evaluation ,
- valuation ,
- rating
1. Εκτίμηση της αξίας του κάτι
- "Έχει θέσει υψηλή αποτίμηση στη φιλία"
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση ,
- αποτίμηση ,
- βαθμολογία
2. Act of ascertaining or fixing the value or worth of
- synonym:
- evaluation ,
- rating
2. Πράξη εξακρίβωσης ή καθορισμού της αξίας ή της αξίας του
- συνώνυμο:
- αξιολόγηση ,
- βαθμολογία
3. Standing or position on a scale
- synonym:
- rating
3. Στάση ή θέση σε μια κλίμακα
- συνώνυμο:
- βαθμολογία
4. Rank in a military organization
- synonym:
- military rank ,
- military rating ,
- paygrade ,
- rating
4. Κατάταξη σε μια στρατιωτική οργάνωση
- συνώνυμο:
- στρατιωτική τάξη ,
- στρατιωτική αξιολόγηση ,
- πληρωμή ,
- βαθμολογία
Examples of using
Maybe I should add some sentences without translations too. It’s a very quick way to improve the rating of your language.
Ίσως θα έπρεπε να προσθέσω κάποιες προτάσεις χωρίς μεταφράσεις. Είναι ένας πολύ γρήγορος τρόπος για να βελτιώσετε την αξιολόγηση της γλώσσας σας.