Translation meaning & definition of the word "rat" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ρατ" στην ελληνική γλώσσα
Rat
[Αρουραίος]noun
1. Any of various long-tailed rodents similar to but larger than a mouse
- synonym:
- rat
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα τρωκτικά μακράς ουράς παρόμοια με αλλά μεγαλύτερο από ένα ποντίκι
- συνώνυμο:
- αρουραίος
2. Someone who works (or provides workers) during a strike
- synonym:
- scab ,
- strikebreaker ,
- blackleg ,
- rat
2. Κάποιος που εργάζεται ( παρέχει εργάτες) κατά τη διάρκεια μιας απεργίας
- συνώνυμο:
- ψώρα ,
- απεργοσπάστησ ,
- μπλακέ ,
- αρουραίος
3. A person who is deemed to be despicable or contemptible
- "Only a rotter would do that"
- "Kill the rat"
- "Throw the bum out"
- "You cowardly little pukes!"
- "The british call a contemptible person a `git'"
- synonym:
- rotter ,
- dirty dog ,
- rat ,
- skunk ,
- stinker ,
- stinkpot ,
- bum ,
- puke ,
- crumb ,
- lowlife ,
- scum bag ,
- so-and-so ,
- git
3. Ένα πρόσωπο που θεωρείται περιφρονητικό ή περιφρονητικό
- "Μόνο ένας παίκτης θα το έκανε αυτό"
- "Σκοτώστε τον αρουραίο"
- "Πετάξτε το φτερό έξω"
- "Δειλοί μικρές προβλήματα!"
- "Οι βρετανοί αποκαλούν έναν περιφρονητικό άνθρωπο ένα `πράγμα'"
- συνώνυμο:
- ρότορασ ,
- βρώμικο σκυλί ,
- αρουραίος ,
- παραλύω ,
- βρωμερόσ ,
- βρωμό ,
- ανατροπή ,
- πούκε ,
- τραβώ ,
- χαμηλή διάρκεια ζωής ,
- τσάντα από σκουπίδι ,
- το ίδιο και το λοιπόν ,
- τζιτ
4. One who reveals confidential information in return for money
- synonym:
- informer ,
- betrayer ,
- rat ,
- squealer ,
- blabber
4. Εκείνος που αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες σε αντάλλαγμα για τα χρήματα
- συνώνυμο:
- πληροφοριοδότησ ,
- προδότησ ,
- αρουραίος ,
- πένθος ,
- αμαυρώνω
5. A pad (usually made of hair) worn as part of a woman's coiffure
- synonym:
- rat
5. Ένα μαξιλάρι (συνήθως κατασκευασμένο από μαλλιά) φοριέται ως μέρος της γυναικείας γουλιάς
- συνώνυμο:
- αρουραίος
verb
1. Desert one's party or group of friends, for example, for one's personal advantage
- synonym:
- rat
1. Έρημο πάρτι ή ομάδα φίλων, για παράδειγμα, για το προσωπικό πλεονέκτημα κάποιου
- συνώνυμο:
- αρουραίος
2. Employ scabs or strike breakers in
- synonym:
- rat
2. Χρησιμοποιήστε ψώρα ή απεργιακούς διακόπτες σε
- συνώνυμο:
- αρουραίος
3. Take the place of work of someone on strike
- synonym:
- fink ,
- scab ,
- rat ,
- blackleg
3. Πάρτε τη θέση της εργασίας κάποιου σε απεργία
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ψώρα ,
- αρουραίος ,
- μπλακέ
4. Give (hair) the appearance of being fuller by using a rat
- synonym:
- rat
4. Δώστε στο ( την εμφάνιση του να είναι πληρέστερη χρησιμοποιώντας έναν αρουραίο
- συνώνυμο:
- αρουραίος
5. Catch rats, especially with dogs
- synonym:
- rat
5. Πιάστε αρουραίους, ειδικά με σκύλους
- συνώνυμο:
- αρουραίος
6. Give away information about somebody
- "He told on his classmate who had cheated on the exam"
- synonym:
- denounce ,
- tell on ,
- betray ,
- give away ,
- rat ,
- grass ,
- shit ,
- shop ,
- snitch ,
- stag
6. Δώστε πληροφορίες για κάποιον
- "Είπε στον συμμαθητή του που είχε εξαπατήσει τις εξετάσεις"
- συνώνυμο:
- καταγγέλλω ,
- πες ,
- προδίδω ,
- παραδίδω ,
- αρουραίος ,
- χορτάρι ,
- σκατά ,
- κατάστημα ,
- αποκοπή ,
- αναβάλλω