Translation meaning & definition of the word "rascal" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αρσενικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rascal
[Ρασκάλ]/ræskəl/
noun
1. A deceitful and unreliable scoundrel
- synonym:
- rogue ,
- knave ,
- rascal ,
- rapscallion ,
- scalawag ,
- scallywag ,
- varlet
1. Ένας απατηλός και αναξιόπιστος αχρείος
- συνώνυμο:
- αναβλύζω ,
- κτύπημα ,
- αναβραστικόσ ,
- ραπαλλιόν ,
- βαθμωτή ,
- απολέπιση ,
- βαρλί
2. One who is playfully mischievous
- synonym:
- imp ,
- scamp ,
- monkey ,
- rascal ,
- rapscallion ,
- scalawag ,
- scallywag
2. Αυτός που είναι παιχνιδιάρικα άτακτος
- συνώνυμο:
- εμπόδιο ,
- αποτέφρωση ,
- μαϊμού ,
- αναβραστικόσ ,
- ραπαλλιόν ,
- βαθμωτή ,
- απολέπιση
Examples of using
Don't listen to him, Mary. He fooled the poor girl all the way, that rascal!
Μην τον ακούς, Μαίρη. Ξεγέλασε το φτωχό κορίτσι σε όλη τη διαδρομή, αυτό το κακό!
I got you, rascal!
Σε έχω, αρραβωνιαστικός!
What rascal dared to break the door to the royal room?
Τι τόλμησε να σπάσει την πόρτα στο βασιλικό δωμάτιο?