Translation meaning & definition of the word "ras" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ras
[Ρας]/ræs/
noun
1. The network in the reticular formation that serves an alerting or arousal function
- synonym:
- reticular activating system ,
- RAS
1. Το δίκτυο στο σχηματισμό δικτύων που εξυπηρετεί μια λειτουργία ειδοποίησης ή διέγερσης
- συνώνυμο:
- σύστημα ενεργοποίησης δικτύων ,
- ΡΑΣ