Translation meaning & definition of the word "rarity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπανιότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rarity
[Σπανιότητα]/rɛrəti/
noun
1. Noteworthy scarcity
- synonym:
- rarity ,
- rareness ,
- infrequency
1. Αξιοσημείωτη έλλειψη
- συνώνυμο:
- σπανιότητα ,
- απέχθεια ,
- σπάνια
2. A rarified quality
- "The tenuity of the upper atmosphere"
- synonym:
- rarity ,
- tenuity ,
- low density
2. Μια ξεκαθαρισμένη ποιότητα
- "Η οξύτητα της ανώτερης ατμόσφαιρας"
- συνώνυμο:
- σπανιότητα ,
- επικράτηση ,
- χαμηλή πυκνότητα
3. Something unusual -- perhaps worthy of collecting
- synonym:
- curio ,
- curiosity ,
- oddity ,
- oddment ,
- peculiarity ,
- rarity
3. Κάτι ασυνήθιστο - ίσως αξίζει τη συλλογή
- συνώνυμο:
- περί ,
- περιέργεια ,
- παραδοξότητα ,
- περίεργο ,
- ιδιαιτερότητα ,
- σπανιότητα