Examples of using
I rarely get out on weekends.
Σπάνια βγαίνω τα Σαββατοκύριακα.
The truth is rarely pure and never simple.
Η αλήθεια σπάνια είναι αγνή και ποτέ απλή.
The attic. A place rarely ventured, full of old stuff long forgotten about.
Η σοφίτα. Ένα μέρος που σπάνια τολμούσε, γεμάτο παλιά πράγματα ξεχασμένα από καιρό.
It rarely snows here.
Σπάνια χιονίζει εδώ.
Tom rarely makes a mistake.
Ο Τομ σπάνια κάνει λάθος.
Always something new, but rarely something good.
Πάντα κάτι καινούργιο, αλλά σπάνια κάτι καλό.
He rarely went there.
Σπάνια πήγαινε εκεί.
She rarely goes out.
Σπάνια βγαίνει έξω.
Tom rarely reads magazines.
Ο Τομ σπάνια διαβάζει περιοδικά.
We rarely come across big names.
Σπάνια συναντάμε μεγάλα ονόματα.
She rarely goes out on Sundays.
Σπάνια βγαίνει τις Κυριακές.
Weather reports rarely come true.
Οι αναφορές καιρού σπάνια γίνονται πραγματικότητα.
When I started traveling, I rarely felt lonely.
Όταν άρχισα να ταξιδεύω, σπάνια ένιωθα μοναξιά.
He rarely goes to the movies.
Σπάνια πηγαίνει σινεμά.
He rarely gives up.
Σπάνια τα παρατάει.
He is rarely, if ever, late for appointments.
Σπάνια, έως ποτέ, αργεί στα ραντεβού.
I rarely go to the movies.
Σπάνια πάω σινεμά.
I'm such a coward that I rarely visit the dentist.
Είμαι τόσο δειλός που σπάνια επισκέπτομαι τον οδοντίατρο.
Dad rarely gets back home before midnight.
Ο μπαμπάς σπάνια γυρίζει σπίτι πριν τα μεσάνυχτα.
I see it rarely.
Το βλέπω σπάνια.