Translation meaning & definition of the word "rapper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανώτερος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rapper
[Παλαβός]/ræpər/
noun
1. Someone who performs rap music
- synonym:
- rapper
1. Κάποιος που εκτελεί ραπ μουσική
- συνώνυμο:
- ράπερ
2. A device (usually metal and ornamental) attached by a hinge to a door
- synonym:
- knocker ,
- doorknocker ,
- rapper
2. Μια συσκευή (συνήθως μέταλλο και διακοσμητικό) που συνδέεται με ένα μεντεσέ σε μια πόρτα
- συνώνυμο:
- ρόπερ ,
- ντουλάπι ,
- ράπερ
Examples of using
Tom is a rapper.
Ο Τομ είναι ράπερ.