Translation meaning & definition of the word "rapist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ραπευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rapist
[Βιαστήσ]/repɪst/
noun
1. Someone who forces another to have sexual intercourse
- synonym:
- raper ,
- rapist
1. Κάποιος που αναγκάζει τον άλλο να έχει σεξουαλική επαφή
- συνώνυμο:
- αρπάζων ,
- βιαστήσ