Translation meaning & definition of the word "rapeseed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεξεργασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rapeseed
[Ταπετσαρία]/repsid/
noun
1. Seed of rape plants
- Source of an edible oil
- synonym:
- rapeseed
1. Σπόροι εγκαταστάσεων βιασμού
- Πηγή βρώσιμου ελαίου
- συνώνυμο:
- κραπεκίνη