Translation meaning & definition of the word "rapacious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευρυγώνια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Rapacious
[Ταχεία]/rəpæʃɪs/
adjective
1. Living by preying on other animals especially by catching living prey
- "A predatory bird"
- "The rapacious wolf"
- "Raptorial birds"
- "Ravening wolves"
- "A vulturine taste for offal"
- synonym:
- predatory ,
- rapacious ,
- raptorial ,
- ravening ,
- vulturine ,
- vulturous
1. Ζώντας με το να κηρύττουν σε άλλα ζώα ειδικά με την αλίευση ζωντανών θηραμάτων
- "Ένα αρπακτικό πουλί"
- "Ο αρπακτικός λύκος"
- "Αρπακτικά πουλιά"
- "Λύκοι βραδινοί"
- "Μια γεύση βουλτουρίνης για εντόσθια"
- συνώνυμο:
- αρπακτικόσ ,
- αρπακτικός ,
- αρπαγή ,
- βουλτουρίνη ,
- αγελαδινός
2. Excessively greedy and grasping
- "A rapacious divorcee on the prowl"
- "Ravening creditors"
- "Paying taxes to voracious governments"
- synonym:
- rapacious ,
- ravening ,
- voracious
2. Υπερβολικά άπληστος και αντιληπτός
- "Ένας αρπακτικός διαζευγμένος στην παροιμία"
- "Φιλοξενούμενοι πιστωτές"
- "Πληρώνοντας φόρους σε αδηφάγες κυβερνήσεις"
- συνώνυμο:
- αρπακτικός ,
- αρπαγή ,
- ακόρεστοσ
3. Devouring or craving food in great quantities
- "Edacious vultures"
- "A rapacious appetite"
- "Ravenous as wolves"
- "Voracious sharks"
- synonym:
- edacious ,
- esurient ,
- rapacious ,
- ravening ,
- ravenous ,
- voracious ,
- wolfish
3. Καταβροχθίζοντας ή λαχταρώντας φαγητό σε μεγάλες ποσότητες
- "Επίμονοι γύπες"
- "Αρπακτική όρεξη"
- "Άφθονοι σαν λύκοι"
- "Ανθηροί καρχαρίες"
- συνώνυμο:
- επιμελημένοσ ,
- επιβλαβήσ ,
- αρπακτικός ,
- αρπαγή ,
- ακόρεστοσ ,
- λυκικόσ