Translation meaning & definition of the word "ransom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άνθρωπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ransom
[Ράνσομ]/rænsəm/
noun
1. Money demanded for the return of a captured person
- synonym:
- ransom ,
- ransom money
1. Χρήματα που απαιτούνται για την επιστροφή ενός συλληφθέντος ατόμου
- συνώνυμο:
- λύτρα
2. Payment for the release of someone
- synonym:
- ransom
2. Πληρωμή για την απελευθέρωση κάποιου
- συνώνυμο:
- λύτρα
3. The act of freeing from captivity or punishment
- synonym:
- ransom
3. Η πράξη της απελευθέρωσης από αιχμαλωσία ή τιμωρία
- συνώνυμο:
- λύτρα
verb
1. Exchange or buy back for money
- Under threat
- synonym:
- ransom ,
- redeem
1. Ανταλλάξτε ή αγοράστε πίσω για χρήματα
- Υπό απειλή
- συνώνυμο:
- λύτρα ,
- εξαργυρώνω