Translation meaning & definition of the word "ranked" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάταξη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ranked
[Κατατάσσεται]/ræŋkt/
adjective
1. Arranged in a sequence of grades or ranks
- "Stratified areas of the distribution"
- synonym:
- graded ,
- ranked ,
- stratified
1. Τακτοποιημένο σε μια ακολουθία βαθμών ή τάξεων
- "Στρωματοποιημένες περιοχές της διανομής"
- συνώνυμο:
- βαθμολογημένο ,
- κατατάσσεται ,
- στρωματοποιημένη